https://www.google.com/adsense/new/u/0/pub-4545407962626443/home ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΙΧΝΗ: 2015 https://www.google.com/adsense/new/u/0/pub-4545407962626443/home

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Βεντέτα της Τζένης Κοσμίδου



ΒENTETA

Οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να αντιληφθούν την αληθινή ομορφιά της ζωής. Αυτή που κάνει τους ανθρώπους ,ασχέτως εξωτερικής εμφάνισης, να λάμπουν λες και έχουν μονίμως πάνω τους ένα δυνατό προβολέα. Αυτή που μπορεί να πλημμυρίσει τη ψυχή τους με γαλήνη και ευδαιμονία. 
  Προτιμούν να γίνονται έρμαια των πιο κατώτερων παθών τους. Σχεδόν κανείς δεν μπαίνει στο κόπο να αναλογιστεί τις επιπτώσεις, μίας τέτοιας στάσης ζωής, η οποία μέρα με τη μέρα καταλήγει σε εμμονή. Ένα απ’ αυτά το χειρότερο ίσως είναι η μανία της εκδίκησης. Αυτός ο δαίμονας που σε τυλίγει σαν κουβάρι σε ένα ατέρμονο κυνήγι αίματος, μέσα από μία διαδρομή γεμάτη πόνο δάκρυα και δυστυχία για να καταλήξεις ,στη καλύτερη των περιπτώσεων ,νεκρός στη χειρότερη άδειος. Ναι άδειος γιατί όταν η μανία σιγάσει μη έχοντας πλέον κανένα αποδέκτη εν ζωή τότε τι άλλο πέρα από κενό μένει στη ψυχή. Κενό και κατάρες.
  Αυτά τα ανάτριχα μοιρολόγια των γυναικών που έχουν χάσει άντρες γιους ή αδέλφια. Φτάνει να τα ακούσεις μία φορά στη ζωή σου για να χαραχτούν ανεξίτηλα στη μνήμη σου μεταδίδοντας σου ένα μικρό κομμάτι του τεράστιου πόνου τους κάθε φορά που ακόμα και ένα τυχαίο γεγονός θα αναμοχλεύσει αυτές σου τις μνήμες.
  Θα μουν δε θα μουν πέντε ετών όταν άκουσα γα πρώτη φορά αυτά τα ανάτριχα ουρλιαχτά που στο παιδικό μου μυαλό θύμιζαν μάγισσες και στοιχειά παραμυθιών. Κάτι δε πήγαινε καλά στο σπίτι μας εκείνο το πρωί. Αντί για τη μάνα με τα γλυκά της χάδια με ξύπνησαν αυτοί οι τρομακτικοί ήχοι. Ζάρωσα στο κρεβάτι και σκεπάστηκα μέχρι τα αυτιά προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε εκείνο το πρωινό στο σπίτι μας.
  Δε πρέπει να πέρασαν παρά λίγα λεπτά όταν η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε και μπήκε μέσα μία θεια μαυροντυμένη και βλοσυρή. Μου τράβηξε τα σεντόνια αμίλητη και με ένα νεύμα μου έδειξε ότι έπρεπε να σηκωθώ. Εγώ είχα μείνει μαρμαρωμένος στο κρεβάτι μου μια να κοιτώ τη θεια και μια να ακούω τις στριγκές φωνές που πλέον ξεκάθαρα έρχονταν από το σαλόνι του σπιτιού μας.
  Με τράβηξε έντονα από το χέρι, έπειτα σα να μετάνιωσε με έσφιξε στοργικά στο στήθος της και ένας ποταμός δακρύων έβρεξε τα μαλλιά μου. Μετάνιωσα και γω για τη συμπεριφορά μου και υποτάχτηκα υπάκουος στη θέληση της. Την άφησα να με ντύσει και να μου πλύνει το πρόσωπο αν και η μητέρα με είχε μάθει να τα κάνω ήδη κιόλας όλα μόνος μου και έπειτα να με κατεβάσει στο σαλόνι.
  Εκεί είδα πλήθος κόσμου μαζεμένο. Γυναίκες μαυροφορεμένες να κλαίνε και να οδύρονται τραβώντας τα μαλλιά και σκίζοντας τα ρούχα και τα μάγουλα τους. Οι άντρες παρακολουθούσαν βλοσυροί και πάνω στο τραπέζι σε ένα λευκό σεντόνι βαμμένο κόκκινο είδα το κορμί του πατέρα πνιγμένο μέσα σε μια λίμνη αίματος.
  Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν μπροστά σε αυτό το αποτρόπαιο θέαμα που ενώ λίγο μπορούσα να καταλάβω πλημμύριζε τη καρδιά μου πόνο. Χωρίς να το καταλάβω βράχηκα παντού το πρόσωπο μου από δάκρυα και το παντελόνι μου από ούρα. Δεν έχω ιδέα πως έγινε είχα πάψει από καιρό να βρέχω το κρεβάτι μου.
  Άκουσα κάποιους να μουρμουρίζουν πως ήταν ντροπή ολόκληρος άντρας να κατουριέμαι πάνω μου. Τότε βγήκε μπροστά η αδελφή μου η Μαρία που ανέκαθεν μου είχε αδυναμία και τους έβαλε στη θέση τους λέοντας τους πως δεν ήμουν παρά ένα μικρό αγόρι που μόλις είχε χάσει τον πατέρα του. Δε πρόλαβα να ευχαριστηθώ τη μικρή μας νίκη γιατί πριν τελειώσει τη φράση της πετάχτηκε ο αδερφός του πατέρα μας και της είπε πως στη δική μας οικογένεια οι άντρες δεν έχουν το δικαίωμα να είναι μικρά αγόρια γιατί ποτέ δε ξέρουν σε ποια ηλικία θα τους ζητηθεί να πάρουν το αίμα πίσω.
  Τότε ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω τι ήθελε να πει ο θείος με αυτά του τα λόγια αλλά αρκετά μεγάλος για να καταλάβω την οργή και το τρόμο στα μάτια της μάνας που με μιας άφησε μόνο το πατέρα παραμέρισε το σύννεφο των μαυροφορεμένων συγγενών με άρπαξε στην αγκαλιά της σα μωρό και με πήγε σχεδόν τρέχοντας στη κάμαρα μου. 
  Δε ξέρω και εγώ πόση ώρα μείναμε εκεί σφιχταγκαλιασμένοι  με εκείνη να γεμίζει τα μαλλιά μου φιλιά και να μου μουρμουρίζει συνέχεια ότι δε θα άφηνε κανένα να με πειράξει. Κάποια στιγμή μια από τις αδελφές μου ήρθε και είπε πως η μητέρα έπρεπε να κατέβει γιατί οι συγγενείς είχαν αρχίσει να σχολιάζουν. Το παγωμένο βλέμμα της μητέρας την έκανε να φύγει χωρίς να μπορέσει να πει τίποτε άλλο.
  Λίγο μετά σηκώθηκε μου είπε ότι και να γίνει να μη βγω από το δωμάτιο μου και πως θα στέλνει εκείνη κάποια από τις αδελφές μου να βλέπει αν χρειάζομαι κάτι.
  Όταν ξανακατέβηκα ο πατέρας δεν είχε πια αίματα ήταν καθαρός χτενισμένος μέσα στο μαύρο του κοστούμι ίδιος με τη φωτογραφία που κρεμόταν  στο τοίχο και είχε τη μητέρα νύφη στο πλευρό του μόνο που τώρα ήταν μέσα σε ένα φέρετρο και τα μάτια του ήταν σφαλιστά.
  Όλη τη νύχτα έμεινε ο πατέρας στο σαλόνι και αντί, όσο περνούσε η ώρα, το σπίτι να αδειάζει από συγγενείς και φίλους μαζεύονταν όλο και περισσότεροι. Την άλλη μέρα στο νεκροταφείο, όταν πλέον το χώμα σκέπασε για τα καλά το φέρετρο, τα αδέλφια του πατέρα και τα δικά μου πήγαν και έκαναν κάτι που στα παιδικά μου μάτια έμοιαζε τελείως παράλογο. Έβγαλαν από ένα στιλέτο και αφού έσκισαν το χέρι τους το κάρφωσαν έτσι αιματοβαμμένο  στο χώμα που τον είχε σκεπάσει.
  Δε ξέρω γιατί αλλά με έπιασε υστερία και άρχισα να ουρλιάζω λες και τα στιλέτα ήταν ικανά όχι μόνο να φτάσουν στο άψυχο σώμα του πατέρα αλλά και αν το πληγώσουν. Για άλλη μια φορά εισέπραξα τα αποδοκιμαστικά βλέμματα συγγενών και φίλων. Μάταια προσπαθούσαν να με ηρεμήσουν. Φώναζα ότι έκαναν κακό στο μπαμπά μου. Τότε ο μεγάλος μου αδελφός μου άστραψε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο. Με μιας πάγωσα και σταμάτησα να κλαίω. Δεν ήταν από φόβο μα από το σοκ. Όντας το κατά πολύ μικρότερο, από όλα τα παιδιά της οικογένειας, ποτέ κανείς δεν είχε διανοηθεί να απλώσει χέρι πάνω μου. Μου πε πως ντρόπιαζα το πατέρα και όλη την οικογένεια αφού με αυτή τη κίνηση, τόσο αυτός όσο και τα αδέλφια αλλά και οι θείοι μας, ορκίζονταν να δώσουν και τη ζωή τους για να πάρουν το αίμα του πατέρα πίσω. Πάλι αυτή η περίεργη φράση.
  Δε πέρασε καιρός και όλη αυτή η ιστορία επαναλήφθηκε ξανά και ξανά και ξανά μονάχα που στη θέση του πατέρα ήταν πρώτα τα αδέρφια του και μετά τα δικά μου. Ακόμα και ο άντρας της αδελφής μου της Μαρίας. Κανένας δεν έμεινε. Η μητέρα είχε γίνει σκιά του εαυτού της. Το άλλοτε χαρούμενο σπίτι μας έμοιαζε πια στοιχειωμένο. Η μάνα και οι αδερφές μου που μέναν εκεί πνιγμένες στη θλίψη και τα μαύρα θύμιζαν νεράιδες παραμυθιού που κάποια κακιά μάγισσα ζήλεψε και καταράστηκε.
  Όλες μιλούσαν ελάχιστα. Μάλλον για να κρύψουν την απόγνωση τους. Αυτή ήταν σίγουρα που τις ώθησε σε αυτή την απόφαση που τότε φάνταζε παράλογα σκληρή στα παιδικά μου μάτια. Με έδιωχναν από το σπίτι από το χωριό από τη χώρα την ίδια. Έτσι μια μέρα αποφάσισαν να με στείλουν στην άλλη άκρη του κόσμου σε μία μακρινή ξαδέρφη της μητέρας να με μεγαλώσει αυτή.

  Έκλαιγα και σπάραζα για μέρες προσπαθώντας να τις πείσω να με κρατήσουν. Ορκιζόμουν ότι θα έκανα ότι μου ζητούσαν φτάνει να μη με έστελναν μακριά. Άδικος κόπος. Εκείνες είχαν πάρει την απόφαση τους. Τότε δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω ότι πίσω, από αυτή τους τη σκληρότητα, κρυβόταν μία πελώρια αγάπη. Μια αγάπη ικανή να τις κάνει να με διώξουν μακριά και να μη με δουν ποτέ μόνο και μόνο για να προστατέψουν τη ζωή μου που κατά πάσα πιθανότητα ήταν καταδικασμένη έτσι και μεγάλωνα λίγο.


Έτσι βρέθηκα στην Αμερική. Η θεία ήταν καλή. Δε μπορούσε βλέπεις να κάνει δικά της παιδιά και έτσι έδωσε όλη τη μητρική της στοργή σε εμένα. Δε μου έλειψε το παραμικρό ούτε μου χάλασε το παραμικρό χατίρι. Εκτός από ένα. Ποτέ δε μιλούσαμε για τους δικούς μου για το χωριό και δεν υπήρχε, ούτε σαν ενδεχόμενο, η ιδέα να τους επισκεφτούμε. Κάποια στιγμή μου είπε ότι από απροσεξία το πατρικό μου σπίτι έπιασε φωτιά με αποτέλεσμα να σκοτωθούν η μητέρα και οι αδελφές μου. Από τότε δε ξαναρώτησα και εκείνη δε τις ανέφερε ξανά  ποτέ.
  Αν τολμούσα να πω ότι είχα παράπονο από εκείνη θα ήμουν αχάριστος αλλά πάντα κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπέβοσκε η εμμονή να γυρίσω κάποια στιγμή στα χώματα που γεννήθηκα και έκανα τα πρώτα μου βήματα, να επισκεφτώ τους τάφους των δικών μου αφού, κατά τα λεγόμενα της θείας μου, δεν υπήρχε κανείς εν ζωή.
  Παρόλα αυτά ο χρόνος και η καθημερινότητα σκέπασαν αυτήν τη σκέψη και μαζί σχεδόν όλες τις παιδικές μου αναμνήσεις. Τα χρόνια πέρασαν και η τύχη στάθηκε καλή μαζί μου. Πόσοι είχαν τη τύχη να επιλέξουν καριέρα ηθοποιού στην Αμερική και να δουλεύουν σε μεγάλες παραγωγές. Η θεία – μητέρα μου ήταν όλο και πιο περήφανη για μένα. Αν και ολόκληρος άντρας πια δεν έπαυε να με κακομαθαίνει, να μη μου χαλά χατίρι και να σκέφτεται το καλύτερο για μένα. Ακόμα και ψευδώνυμο μου βρήκε όταν έκανα τα πρώτα μου καλλιτεχνικά βήματα αφού όπως έλεγε χρειαζόμουν ένα λιγότερο Ελληνικό όνομα για να κάνω καριέρα στην Αμερική.
  Η ζωή μου κυλούσε γρήγορα και ευχάριστα. Μεγάλες δουλειές πολυτελή ζωή, ακριβά αυτοκίνητα, ωραίες γυναίκες, ευχάριστες συντροφιές και πολλά ταξίδια. Θα φανεί περίεργο αλλά για χρόνια δε πέρασε ούτε σα σκέψη από το μυαλό μου να επισκεφτώ την Ελλάδα ούτε καν για διακοπές όπως έκαναν πολλοί συνάδελφοι μου τους καλοκαιρινούς μήνες και ας μην είχαν καταγωγή από εκεί. Σαν όλοι μου οι δεσμοί, με τη γενέτειρα μου,  είχαν σκεπαστεί από ένα βαρύ πέπλο λησμονιάς που τίποτα δεν ήταν ικανό να το μετακινήσει.
  Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ένας αστάθμητος παράγοντας ήλθε να τα αλλάξει όλα. Μου έκαναν πρόταση να συμμετάσχω σε μία ταινία που όχι μόνο θα γυριζόταν στην Ελλάδα αλλά πολύ κοντά στη γενέτειρα μου. Επρόκειτο για ένα ερωτικό δράμα ανάμεσα σε δύο οικογένειες που κυριολεκτικά ξεκληρίζονταν από μία βεντέτα που είχε ξεκινήσει πριν από πολλά -πολλά χρόνια εξαιτίας ενός ερωτικού τριγώνου. Το αιώνιο δράμα του έρωτα. Η γυναίκα, ο σύζυγος και ο εραστής που έρχεται να τινάξει την οικογενειακή γαλήνη του ζευγαριού από τα θεμέλια.   
  Μου φαινόταν αρκετά παράλογο βέβαια στην εποχή μας να γυρίσουμε ταινία με τόσο παλιομοδίτικη θεματολογία όπως βεντέτες, εγκλήματα τιμής και ερωτικά τρίγωνα αλλά η πρόταση ήταν συμφέρουσα από κάθε άποψη. Μου εξασφάλιζαν ένα πολύ καλό κασέ και επιτέλους θα είχα την ευκαιρία να ικανοποιήσω το παιδικό πόθο που ως τότε κοιμόταν και ξαφνικά είχε ξυπνήσει πιο έντονος από ποτέ.
  Αποφάσισα να πω ψέματα στη θεία μου για πρώτη φορά στη ζωή μου. Αν με καλό-ρωτήσεις δεν είμαι σίγουρος για τον λόγο που με οδήγησε σε αυτήν τη πράξη. Ήμουν πια πολύ μεγάλος για να μου απαγορεύσει το οτιδήποτε μα την αγαπούσα και τη σεβόμουν πολύ. Ήξερα πως ένα τέτοιο νέο θα την τάραζε οπότε προτίμησα ένα ανώδυνο ψέμα και της είπα πως τα γυρίσματα θα γινόντουσαν στην Ισπανία. Ήταν φυσικά μία προσωρινή λύση αφού αργά η γρήγορα κάποιος δημοσιογράφος θα το ανακάλυπτε και θα έριχνε φως στο θέμα αλλά τουλάχιστον εξασφάλιζα την ησυχία της για όσο ήταν δυνατό.
  Έτσι έφυγα σαν το κλέφτη. Η Μαρία, η κοπέλα που είχε στείλει ο παραγωγός για να μου κάνει τη πρόταση με περίμενε στο αεροδρόμιο με ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη. Δε ντρέπομαι να παραδεχτώ πως αυτή η γυναίκα ήταν άλλος ένας λόγος που με ώθησε να δεχτώ αυτήν την πρόταση. Ήταν τόσο διαφορετική απ’ όσες γυναίκες είχα γνωρίσει μέχρι τότε.
  Είχε κατάμαυρα μαλλιά και μάτια και έντονα χαρακτηριστικά που δύσκολα θα συναντούσες σε Αμερικανίδα, ακόμα και αν είχε επέμβει το χέρι κάποιου ταλαντούχου πλαστικού. Σε αντίθεση με τα περισσότερες γυναίκες που συναναστρεφόμουν οι οποίες μακιγιάρονταν έντονα ακόμα και για να πάνε για ψώνια ή για να κοιμηθούν αν τύχαινε να τις συντροφεύει κάποιο αρσενικό ακόμα και της μίας βραδιάς εκείνη βαφόταν ελάχιστα και ντυνόταν πολύ απλά. Η όλη παρουσία της θύμιζε περισσότερο φοιτήτρια παρά στέλεχος μεγάλης κινηματογραφικής εταιρείας. Όχι ότι η ίδια μου είχε πει και πολλά πράγματα για την εταιρεία που εκπροσωπούσε αλλά η αμοιβή που μου προσέφεραν μιλούσε από μόνη της.
  Όλα ήταν αλλιώτικα σε αυτή τη γυναίκα. Φερόταν τόσο απλά που έφτανε να ναι ό,τι πιο περίπλοκο για έναν άντρα. Μιλούσε μονάχα όταν είχε κάτι ουσιαστικό να πει. Τα μάτια της σκιάζονταν μόνιμα από ένα σύννεφο άλλοτε λύπης και άλλοτε θυμού. Τα συναισθήματα αυτά εναλλάσσονταν στο βλέμμα της έτσι χωρίς ιδιαίτερο λόγο και έμεναν εγκλωβισμένα εκεί αφού τίποτα δε φαινόταν ικανό να ταράξει τη σταθερή, γαλήνια και γεμάτη πειθώ και αυτοπεποίθηση φωνή της.
  Έπειτα συνειδητοποιούσα όλη αυτή τη λεπτομερή ανάλυση που έκανε στο μυαλό μου και απορούσα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ασχοληθεί τόσο με μία γυναίκα ούτε καν τις φορές που νόμιζα ότι ήμουν ερωτευμένος ή ενθουσιασμένος.
  Πριν καν τελειώσει το ταξίδι μας είχαμε γίνει ζευγάρι. Μου άρεσε που έκανε τη κίνηση της αφού είχα δεχτεί ήδη τη πρόταση της εταιρείας της γιατί έτσι δεν είχα τη παραμικρή αμφιβολία ότι  το ενδιαφέρον της ήταν αυθεντικό και όχι ένα απλό μέσο για να με πείσει να την ακολουθήσω.
Στο αεροδρόμιο δε μας περίμενε κανένας παρά μόνο το αυτοκίνητο της. Ακόμα και αυτό δεν ήταν το κλασσικό αυτοκίνητο που περίμενες να έχει μια νεαρή γυναίκα. Συνήθως οι στάρλετ προτιμούν κάμπριο έντονα χρώματα και οι εργασιομανείς μικρά αυτοκίνητα βολικά στο παρκάρισμα και οι καριερίστες ή επιβλητικές κούρσες που πρόδιδαν πλούτο δύναμη και χλιδή. Εκείνη είχε ένα μαύρο τζιπ με μαύρα φιμέ τζάμια που θύμιζε στρατιωτικό αυτοκίνητο. Ήταν απορίας άξιο πως αυτό το τόσο ντελικάτο πλάσμα οδηγούσε αυτό το θωρηκτό.

 Η διαδρομή ήταν όμορφη. Πριν καν το καταλάβω είχαμε απομακρυνθεί από τους πολυσύχναστους γεμάτους αυτοκίνητα δρόμους και διανύαμε έναν εξοχικό. Δεν άντεξα και τη ρώτησα που πηγαίναμε και πως και δε μας περίμενε κανένας στο αεροδρόμιο. Μου είπε ότι πηγαίναμε στο εξοχικό της. Δε μας περίμενε κανείς γιατί η ίδια φρόντισε να πάρει παράταση δύο ημερών για να χαλαρώσω, πίστευε πως κάτι τέτοιο θα μου έκανε καλό και θα με ευχαριστούσε. Βιαστικά βέβαια προσέθεσε πως αν έκανε λάθος μπορούσε να αλλάξει αμέσως το πρόγραμμα. Έσπευσα να τη καθησυχάσω λέγοντας της πως δε μπορούσα να φανταστώ τίποτα ωραιότερο για να αρχίσω τη διαμονή μου στην Ελλάδα από το να περάσω ένα διήμερο μόνος μαζί της σε αυτό το μικρό παράδεισο.
  Μονάχα έτσι μπορούσε κανείς να περιγράψει αυτή την ερημική αλλά πανέμορφη τοποθεσία στην οποία δέσποζε ένα πετρόχτιστο επιβλητικό σπίτι που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί. Ανοίγοντας την εξώπορτα μας τύλιξε ένα κύμα ζεστασιάς. Κάποιος είχε προνοήσει να ανοίξει τη κεντρική θέρμανση και το τζάκι. Δε ρώτησα λεπτομέρειες δε με ενδιέφεραν άλλωστε.
  Άρχισα να τη γεμίζω φιλιά ενώ πετούσα δεξιά και αριστερά τα ρούχα της και τα ρούχα μου. Μάταια προσπάθησε να μου πει αν ήθελα πρώτα να φάω ή να πιω κάτι. Οι ερωτήσεις της μου φάνηκαν αστείες. Το μόνο που ήθελα ήταν να τη κάνω δική μου. Ήταν βλέπεις η πρώτη φορά που θα κάναμε έρωτα αφού η σχέση μας ξεκίνησε στο αεροπλάνο με λίγα κλεφτά φιλιά και χάδια.
  Ήταν ελαφρώς παγωμένη κατά τη πράξη. Υπέθεσα πως μπορεί να ντρεπόταν. Ίσως πάλι να μην είχε ξαναπλαγιάσει τόσο σύντομα με άντρα. Όλα πάνω της μαρτυρούσαν ότι ήταν μια γυναίκα σκεπτόμενη και συνεσταλμένη που σίγουρα δε συνήθιζε να πλαγιάζει με τον πρώτο άντρα που της άρεσε εξωτερικά. Εκτός αυτού το ίδιο της το κορμί μαρτυρούσε ότι είχε πολύ καιρό να κάνει έρωτα. Αν δεν ήταν η ηλικία ίσως και να πίστευα πως ήμουν και ο πρώτος άντρας με τον οποίο πλάγιασε ποτέ.
  Όταν λίγη ώρα, αφού είχαμε τελειώσει, τραβήχτηκε από την αγκαλιά μου για να πάει να φέρει κάτι να πιούμε είδα κάτι που κυριολεκτικά με άφησε με το στόμα ανοιχτό. Στο μέρος που μέχρι πριν λίγο βρισκόταν το κορμί της δέσποζε μια κόκκινη κηλίδα. Είχα φερθεί σαν ανόητος. Ωραία ήταν κάπου μεταξύ είκοσι επτά και τριάντα γιατί να μην ήταν παρθένα. Εντάξει ίσως να έδειχνε λίγο ασυνήθιστο αλλά όχι απίθανο. Άλλωστε το μαρτυρούσε όλη της η συμπεριφορά ακόμα και η ψυχρότητα με την οποία αντιμετώπισε τα χάδια και τα φιλιά μου παρότι μου έλεγε συνέχεια πόσο με ήθελε.
  Ήρθε με δύο ποτά στα χέρια και ένα περίεργο αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη. Τη ρώτησα αμέσως γιατί δε μου είχε πει κάτι. Μου απάντησε πως δεν υπήρχε λόγος. Κάτι πήγα να πω μα μου σφράγισε με τα χείλη της το στόμα ενώ μου ακουμπούσε το ποτήρι στα χέρια. Τσουγκρίσαμε και μου είπε να το πιούμε όλο με μιας. Αν και δεν ήμουν φίλος του αλκοόλ το έκανα. Μου ήταν αδύνατο να της χαλάσω οποιοδήποτε χατίρι. Τα μαύρα μάτια της ήταν η τελευταία μου εικόνα πριν βυθιστώ σε ένα περίεργο ξαφνικό λήθαργο.
  Ξύπνησα μέσα σε απόλυτο σκοτάδι με ένα φρικτό πονοκέφαλο που όμοιο του δεν είχα ξαναζήσει. Έκανα να συγυριστώ και τότε κατάλαβα ότι ήταν αδύνατο. Κάτι κρύο και μεταλλικό κρατούσε ακινητοποιημένα τα χέρια και τα πόδια μου. Πανικοβλήθηκα άρχισα να καλώ σε βοήθεια με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου.
  Το φως άναψε απότομα και εμφανίστηκε εκείνη μα έμοιαζε σα να τη βλέπω πρώτη φορά. Το πρόσωπο της είχε μετατραπεί σε μία παγωμένη μάσκα οργής και μίσους. Το μυαλό μου δε μπορούσε να συλλάβει κάποιο πιθανό σενάριο για το τι συνέβαινε εδώ εκτός εάν, ναι αυτή ήταν η μόνη εξήγηση, είχα πέσει σε ψυχοπαθή. Προσπάθησα λοιπόν παρά τη κατάσταση μου να της μιλήσω με πραότητα και τη παρακάλεσα ήρεμα να με λύσει.
  Εκείνη με πλησίασε και με χαστούκισε δυνατά στο πρόσωπο. Ήταν το αποκορύφωμα. Έχασα εντελώς την αυτοκυριαρχία μου και της είπα ότι ήταν τρελή. Τότε έγινε το αδιανόητο. Έβγαλε κάτω από το τραπέζι ένα όπλο και μου το κόλλησε στο κρόταφο.
  Στη θέα του τρόμου μου άρχισε να γελά υστερικά.Ήταν σίγουρα ψυχοπαθής πλέον δεν είχα τη παραμικρή αμφιβολία. Αυτή ψυχοπαθής και εγώ ανόητος. Σίγουρα όλη η ιστορία με τη ταινία ήταν ψεύτικη και εγώ ενθουσιασμένος από την υψηλή αμοιβή και τα ωραία της μάτια και την εμμονή μου να επισκεφτώ τη γενέτειρα μου η οποία είχε επιστρέψει, για άγνωστο λόγο, στη θέα αυτής της γυναίκας, εντονότερη από ποτέ δε μπήκα καν στο κόπο να το ψάξω ιδιαίτερα.
  Έβγαλε ένα μαχαίρι και άρχισε με αυτό να χαϊδεύει το πρόσωπο μου. Ο πανικός μου αναμφίβολα τη διασκέδαζε. Ύστερα άρχισε να με χαράζει σε διάφορα σημεία. Άφησε το όπλο και πήρε στα χέρια της ένα μπουκάλι οινόπνευμα με το οποίο έβρεχε τις χαραγματιές που άφηνε το μαχαίρι. Τα παρακάλια και τα ουρλιαχτά μου ήταν σα να μην έφταναν στα αυτιά της.
Δε ξέρω και εγώ πόση ώρα κράτησε το μαρτύριο ούτε για πόσες μέρες επαναλαμβανόταν.
  Κάποια στιγμή όλος ο πόνος και η απογοήτευση μου έγιναν θυμός. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ερωτεύθηκα αληθινά μία γυναίκα εντελώς ξαφνικά χωρίς καν να μπω στο κόπο να τη γνωρίσω και αυτό στάθηκε αιτία να περνάω όλο αυτό και αργά ή γρήγορα να πεθάνω γιατί δε νομίζω κάποια στιγμή να με έλυνε, να μου ζητούσε συγνώμη και να ζούσα εγώ καλά και αυτή καλύτερα. Στο άκουσμα των λέξεων «αγάπη και έρωτα» μάνιασε. 


Πέταξε μακριά το μαχαίρι και το οινόπνευμα και όρμησε πάνω μου σα μαινάδα. Με χτυπούσε και με γρατζουνούσε όπου έβρισκε.
  Έπειτα έπεσε στο πάτωμα αποκαμωμένη και άρχισε να μιλά ακατάπαυστα μπερδεμένα. Για μια βεντέτα που σκότωσε το παππού το πατέρα και τα αδέρφια της. Που της έκλεψε την αθωότητα των παιδικών της χρόνων. Τότε όλες οι παιδικές μνήμες, που μάλλον κάποια αμυντική λειτουργία του οργανισμού είχε θάψει στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ξύπνησαν. Οι εικόνες από το θάνατο του πατέρα των θείων και τον αδελφών μου. Η μητέρα μου με έδιωξε μακριά για να γλιτώσω από τη βεντέτα.Η θεία και ο τρόμος της κάθε φορά που της έλεγα ότι ήθελα να επισκεφτώ την Ελλάδα. Η εμμονή της να αλλάξω όνομα. Η ξαφνική είδηση του χαμού ολόκληρης της εναπομείνασας  οικογένειας μου. Μάλλον σκεφτόμουν δυνατά γιατί μου απάντησε γεμάτη πικρία ότι το «ατύχημα» που είχε ξεκάνει τη μάνα και τις αδερφές μου το είχε προκαλέσει η μάνα της.
  Όταν πια σκοτώθηκε και ο μικρότερος αδερφός της ο τελευταίος εναπομείναντας αρσενικός της οικογένειας η μάνα της πνιγμένη από το πόνο αφού είχε θάψει άντρα, αδέλφια, πατέρα και τρία παιδιά αποφάσισε να αγνοήσει τους άγραφους νόμους της βεντέτας που ήθελε της γυναίκες να κρατούν ουδετερότητα. Τις έκαψε ζωντανές μια νύχτα μέσα στο πατρικό μου.
  Σαν έφτασε η ώρα να πεθάνει κάλεσε εκείνη κοντά της. Τη μικρότερη της κόρη που πίστευε ότι της έμοιαζε όσο κανένα από τα παιδιά της και της άφησε ευχή και κατάρα να ψάξει και να βρει το τελευταίο αρσενικό της οικογενείας μου και να το ξεκάνει αλλιώς η ψυχή της και η ψυχή των αδικοχαμένων συγγενών της δε θα ησύχαζε. Ποτέ δε πίστεψε ότι ο μικρός γιός της οικογένειας είχε πεθάνει. Το βράδυ που έκαψε το πατρικό μου πήγε και άνοιξε το τάφο που, τάχα, η μάνα μου με είχε θάψει όταν με έδωσε στην ξαδέρφη της που ζούσε στο εξωτερικό και τότε οι υποψίες έγιναν βεβαιότητα.
  Η ίδια δεν ήξερε τον τρόπο να με βρει στο εξωτερικό περίμενε λοιπόν να μεγαλώσει η κόρη της και να πάρει εκείνη το αίμα πίσω. Πάλι αυτή η φρικτή φράση που στοίχειωνε τα παιδικά μου χρόνια. Μα πλέον δυστυχώς δεν ήταν καθόλου ακατανόητη. Όλο αυτό ήταν άδικο. Τρελό. Οι οικογένειες μας ήταν θεοπάλαβες.
  Διαιώνισαν ένα κακό που έγινε χρόνια πριν, όταν ένας παππούς μου σκότωσε έναν παππού τους, όταν τον έπιασε στο κρεβάτι με η γυναίκα του για να γλιτώσει τη ζωή του γιατί ο απατημένος σύζυγος είχε ήδη τραβήξει πρώτος μαχαίρι. Από τότε, στο όνομα μίας εκδίκησης, που πίσω της δεν άφηνε τίποτα άλλο πέρα από πόνο αίμα και δάκρυα ξεκληρίζονταν δύο οικογένειες. Εγώ στερήθηκα τη πραγματική μου οικογένεια και τη πατρίδα μου και εκείνη την αθωότητα των παιδικών και των εφηβικών της χρόνων με ότι αυτό συνεπαγόταν. Καταδικασμένη να ζει σε ένα μόνιμο πένθος με το σαράκι μια ανόσιας εκδίκησης να τη σιγοτρώει.
  Με κοίταξε με δάκρυα στα μάτια και μου είπε ότι είμαι γλυκομίλητος, λαοπλάνος. Έτσι σίγουρα θα ήταν και ο παππούς μου που ξελόγιασε τη γιαγιά μου και έγινε αιτία να ξεκινήσει το κακό. Της είπα ότι μπορεί και να χε δίκιο. Μπορεί και να του έμοιαζα .Γιατί  έστω και στο μισό να είχε αγαπήσει ο παππούς μου τη γιαγιά της από ότι είχα αγαπήσει εγώ εκείνον τον δικαιολογούσα για όλα. Ξέσπασε σε νέο κύμα λυγμών και άρχισε πάλι να με χτυπά με μανία. Πλέον ήμουν σίγουρος. Με είχε αγαπήσει και εκείνη.
  Το ίδιο απότομα. Το ίδιο ξαφνικά και ακατανόητα. Και ας ήξερε ποιος ήμουν και ας την είχαν μάθει από παιδί να με μισεί. Δεν ήταν τρελή. Τη μεγάλωσαν με το μίσος της. Το είχαν κάνει εμμονή. Όπως και σε όλη την οικογένεια μου και την οικογένεια της. Τη παρακάλεσα να σταματήσει. Να με λύσει και να τα ξεχάσουμε όλα. Να τα αφήσουμε όλα πίσω μας και να έρθει μαζί μου στην Αμερική.
  Με κοίταξε σα να μη πίστευε αυτά που άκουγε. Μετά από όλα αυτά θέλεις να μείνεις μαζί μου; Σίγουρα το λες για να σε λύσω και μετά ή θα με σκοτώσεις ή θα με παραδόσεις στην αστυνομία. Της είπα πως έκανε λάθος. Μου είπε πως δε με πίστευε μα τα μάτια της έλεγαν άλλα. Τη προέτρεψα να δοκιμάσει. Με έλυσε. Μετά από τόσες μέρες που βρισκόμουν δεμένος εκεί οι χειροπέδες είχαν χαράξει στα άκρα μου πληγές βαθύτερες και από το μαχαίρι της. Αδιαφόρησα. Τη πλησίασα και τη πήρα αγκαλιά. Κούρνιασε μέσα της μαγκωμένη. Δε μου χε ακόμα ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Άλλωστε έτσι την είχαν μάθει.
  Της είπα για ακόμα μία φορά ότι την αγαπούσα. Μου είπε ότι με αγαπούσε και αυτή. Της είπα για ακόμα μία φορά να φύγουμε. Χαμογέλασε και για πρώτη φορά το χαμόγελο έφτασε μέχρι τα μάτια της. Πριν προλάβω όμως να χαρώ σκοτείνιασε πάλι. Άρχισε να πισωπατάει. 

Να λέει πως δεν έχει δικαίωμα να το κάνει αυτό στη μάνα της, στα αδέρφια της, στον πατέρα της. Τη παρακαλούσα να πάψει να τα σκέφτεται αυτά. Της φώναζα πως την αγαπούσα πως μαζί θα κάναμε μία νέα αρχή στην Αμερική και θα τα αφήναμε όλα πίσω μας. Ήταν σα να μη με άκουγε. Με μια απότομη κίνηση έσκυψε και έπιασε το όπλο που είχε αφήσει στο κομοδίνο της. Με σημάδεψε. Μου είπε ότι με αγαπάει. Έπειτα το κόλλησε στο κρόταφο της και πάτησε τη σκανδάλη.
  Με μία τόσο μικρή κίνηση μέσα σε ένα δευτερόλεπτο σκόρπισε τη ζωή της και τη ζωή μου σε εκείνο το δωμάτιο. Το μίσος που της είχε ποτίσει η μητέρα της είχε φωλιάσει τόσο καλά στη καρδιά της που προτίμησε να πεθάνει παρά να δοθεί σε εμένα που, εντελώς αναίτια, την είχαν μάθει ότι έπρεπε να επιθυμεί το θάνατο μου. Η αγάπη της για μένα πρόδιδε στο μυαλό της όλη την οικογένεια της οπότε αφού την έκανε ανίκανη να αφαιρέσει τη ζωή μου προτίμησε να αφαιρέσει τη δική της.
  Δύο νέοι άνθρωποι κατεστραμμένοι επειδή κάποιοι άλλοι αποφάσισαν ότι έτσι έπρεπε να γίνει γιατί χρόνια και χρόνια πίσω, ένα άλλο ζευγάρι αγαπήθηκε πολύ τόσο, που έγινε αιτία να χαθεί μια ζωή. Μια ζωή που έγινε η αρχή για να χαθούν δεκάδες άλλες. Όχι δε μπορούσα να συνεχίσω μετά από όλα αυτά. Ήταν αδύνατο.
  Ο Άλεν που το πραγματικό του όνομα ήταν Αχιλλέας προσπάθησε να δώσει τέλος στη ζωή του. Δε τα κατάφερε. Για καλό για κακό ο καθένας ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Από τότε παράτησε τη καριέρα του και δε ξαναγύρισε ποτέ στην Αμερική. Ανακατασκεύασε το πατρικό του και μένει εκεί απομονωμένος με μόνη συντροφιά τις σκιές και τα φαντάσματα της Βεντέτας. 

Κείμενο: Τζένη Κοσμίδου

Σκηνοθεσία:Αντώνης Μανδρανής 
Ηθοποιοί: Γιάννης Σπαλιάρας
Φιλολογική επιμέλεια: Μαρία Ζαφείρη
Art Design Ματωμένα Ίχνη: Διονύσης Βεργίνης





Τα "Ματωμένα Ίχνη" της Τζένης Κοσμίδου προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα τα οποία της ανήκουν. Μπορείτε ελεύθερα να αναδημοσιεύσετε το κείμενο με τη προϋπόθεση να υπάρχει ενεργό link της παρούσας δημοσίευσης. 



Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

ΜΑΓΕΙΑ


ΜΑΓΕΙΑ

  Όλοι έχουν ανάγκη από λίγη μαγεία στη ζωή τους. Τους κάνει να ξεφεύγουν. Να ξεχνούν τα προβλήματα τους. Να περιπλανιούνται σε κόσμους που όμοιους τους μόνο στο σινεμά και στα όνειρα που έπλαθαν με τα μάτια της φαντασίας τους ως τότε είχαν δει.
  Και οι μάγοι; Υπάρχουν στα αλήθεια; Είναι έμφυτο χάρισμα ή ένα καλοστημένο τέχνασμα για να ξεγελά τους ευκολόπιστους ή αυτούς που τέλος πάντων έχουν ανάγκη να πειστούν;
  Από μικρό παιδί λάτρευα τη μαγεία. Αν με άκουγε κάποιος θα βιαζόταν σίγουρα να μου πει ότι όλα τα παιδάκια εντυπωσιάζονται από τα κόλπα των ταχυδακτυλουργών. Μονάχα που για εμένα ήταν κάτι παραπάνω. Βλέπεις εγώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, την όλη ιστορία τη ζούσα από μέσα, από τη πίσω μεριά της σκηνής.
  Η μαγεία ήταν αυτή που έφερνε το ψωμί στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου ήταν για άλλους μάγος, για άλλους ταχυδακτυλουργός και για κάποιους πικρόχολους  τσαρλατάνος. Ασχέτως όμως με τη γνώμη που είχαν για το ταλέντο του, όλοι έκοβαν εισιτήρια για να δουν τη παράσταση του, είτε γιατί πραγματικά ήθελαν, είτε για να έχουν συγκεκριμένα πράγματα να πουν, όταν αργότερα θα ερχόταν η ώρα να τον επικρίνουν.
  Η δουλειά της μητέρας μου δε διέφερε πολύ. Ακολουθούσε το πατέρα μου και σε μια σκηνή ειδικά διαμορφωμένη, ώστε να προκαλεί ατμόσφαιρα και μυσταγωγία, έλεγε τα χαρτιά το καφέ το γιαούρτι και οτιδήποτε άλλο μπορεί να ζητούσε, η εκάστοτε πελάτισσα ή πελάτης. Μα φυσικά και την επισκέπτονταν και άντρες και αν θέλετε και τη γνώμη μου ήταν πολύ χειρότεροι από τις γυναίκες.
  Εκείνες τουλάχιστον ερχόντουσαν φανερά. Συνήθως τις έσπρωχνε στις μαντείες η ανασφάλεια για το σπίτι τους ή τον άντρα που αγαπούσαν.  Οι άντρες στα φανερά κατέκριναν τους γονείς μου και στα κρυφά ερχόντουσαν, με μόνο σκοπό να μάθουν, πως θα αποκτήσουν όλο και περισσότερο χρήμα. Κάποιοι ήταν τόσο πρόστυχοι που ερχόντουσαν μόνο και μόνο για να βρουν την ευκαιρία να κολλήσουν στη μητέρα.
  Ήταν τόσο όμορφη. Το πρόσωπο της ήταν αληθινά εξωτικό και ο τρόπος που το τόνιζε με το μακιγιάζ την έκανε να μοιάζει με ένα μικρό θαύμα, φερμένο από τόπους μακρινούς.
  Όχι κανένας από τους δύο δεν είχε υπερφυσικές δυνάμεις. Ίσως να είχαν πιο ανεπτυγμένο το λέγειν, τη πειθώ και τη παρατηρητικότητα. Καταλυτικό ρόλο πάντως έπαιζε και η εμφάνιση τους. Ήταν και οι δύο πάρα πολύ όμορφοι και με το ανάλογο ντύσιμο, μακιγιάζ και ατμόσφαιρα μετατρέπονταν σε αληθινούς λαοπλάνους.
Δεν ήταν κακοί άνθρωποι. Άνεργοι ηθοποιοί μοναχά, που προσπαθούσαν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν την οικογένεια τους.
Δεν εκμεταλλεύονταν κανένα. Παρήγαν έργο και αμείβονταν για αυτό. Ο πατέρας με τα ονειρικά κόλπα του, ταξίδευε τους θεατές στα πιο μυστήρια μονοπάτια της φαντασίας τους. Η μητέρα με τη σειρά της τους χάριζε τη πολυπόθητη ελπίδα που θα τους έδινε τη δύναμη να προχωρήσουν.
  Έτσι γυρίζαμε από μέρος σε μέρος και δίναμε παραστάσεις και ελπίδες, ενώ τα χρόνια περνούσαν και εγώ μεγάλωνα. Οι δικοί μου επέμεναν να σπουδάσω ή να μάθω κάποια τέχνη, μα εμένα η τέχνη που θα με βοηθούσε να κερδίσω τη ζωή μου, με είχε επιλέξει πριν προλάβω να την επιλέξω εγώ.
  Σε ηλικία πέντε ετών με δική μου πρωτοβουλία εμφανίστηκα στο πρόγραμμα του πατέρα μου, χωρίς καν να το περιμένει και τον έβγαλα ασπροπρόσωπο. Όσο μεγάλωνα τόσο τελειοποιούμουν. Αυτός ήταν ο προορισμός μου και δεν μπορούσε τίποτα και κανείς να μου αλλάξει γνώμη.
  Αυτή η δουλειά, αν μπορεί να χαρακτηρίσει κάποιος έτσι αυτό που κάναμε, με γέμιζε απόλυτα και είχα σκοπό να την αναπτύξω και να την τελειοποιήσω.
  Για το λόγο αυτό αφιέρωνα πολύ χρόνο στη μελέτη βιβλίων ψυχολογίας, κοινωνιολογίας αλλά και υποκριτικής τέχνης. Αυτό που οι δικοί μου έκαναν σαν λύση ανάγκης εγώ σκόπευα να το ανάγω σε επιστήμη.




 Η στιγμή που αποφάσισα να ανοίξω τα φτερά μου και να δουλέψω  μόνος ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο. Λάτρευα τους γονείς μου μα θεωρούσα τον τρόπο τους απαρχαιωμένο. Οι ίδιοι δεν ήθελαν να αλλάξουν το παραμικρό στο πρόγραμμα τους για χάρη του εκσυγχρονισμού.
  Έλεγαν και ξανάλεγαν πως όπως πορεύθηκαν όλα τους τα χρόνια θα συνέχιζαν ως το τέλος της ζωής τους. Έτσι αφού κατάφερα ακολουθώντας τους να συγκεντρώσω το ποσό που θεωρούσα ότι χρειαζόμουν για το προσωπικό μου ξεκίνημα τους αποχαιρέτησα μετακομίζοντας στη πρωτεύουσα.
  Οι μεγάλες δουλειές απαιτούν και το ανάλογο κλίμα και προβολή. Δεν μπορείς να θέλεις να δείξεις μεγάλος και τρανός και να γυρνάς σαν το γυρολόγο από χωριό σε χωριό. Νοίκιασα λοιπόν ένα ωραίο στούντιο σε ένα ήσυχο προάστιο και με την ανάλογη διακόσμηση το μετέτρεψα σε ένα χώρο που έμοιαζε να χε βγει από Χολυγουντιανή ταινία.
  Δούλευα χρόνια πάνω σε αυτή την ιδέα και τώρα που επιτέλους κατάφερνα να τη πραγματοποιήσω ήθελα όλα να είναι αψεγάδιαστα. Ολόκληρος ο χώρος ήταν ένα τρικ, κάθε γωνιά κάθε φαινομενικά αθώο καθημερινό αντικείμενο έκρυβε και ένα μυστικό ικανό να συναρπάσει τους επισκέπτες του. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να γίνει γνωστό μα ούτε για αυτό ανησυχούσα.
  Η εποχή μου έδινε όλα τα πλεονεκτήματα που δεν είχαν οι δικοί μου. Μια αληθινά ιδιαίτερη σελίδα στο ίντερνετ προώθηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα δεν προλάβαινα να κλείσω ραντεβού.
  Για πρώτη φορά στη ζωή μου ήμουν αληθινά ευτυχισμένος. Είχα καταφέρει να πραγματοποιήσω τα όνειρα μου, δούλευα πάνω στο αντικείμενο που αγαπούσα, το χρήμα έρρεε άφθονο. Είχα τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα.
  Θα είναι ψεύτης όποιος άντρας πει ότι νιώθει απόλυτα ολοκληρωμένος χωρίς τη παρουσία μιας γυναίκας στη ζωή του. Εξηγούμε, δεν αναφέρομαι στη θηλυκή παρουσία ως μέσο εκτόνωσης σεξουαλικής ανάγκης. Αυτό πια είναι το μόνο εύκολο. Αρκεί μία βόλτα σε ένα μπαρ και βρίσκεις μία σύντροφο της μιας βραδιάς πρόθυμη να σου ικανοποιήσει κάθε σεξουαλική ιδιοτροπία. Αναφέρομαι σε αυτή που θα είναι ο σύντροφος της ζωής σου.
  Αν κάτι τέτοιο είναι γενικά δύσκολο για κάποιον που ασκεί το δικό μου επάγγελμα είναι ακόμα δυσκολότερο. Πρέπει όχι μόνο να βρεις αυτό που θες αλλά να βεβαιωθείς ότι είναι σε θέση να κατανοήσει, να μην κρίνει και να στηρίξει πράγματα τα οποία από πολλούς εύκολα θεωρούνται κατακριτέα παρότι ουκ ολίγες φορές τα χρησιμοποιούν. Εκτός των άλλων πριν ανοίξεις απόλυτα τη καρδιά σου εξηγώντας της τη τέχνη της «μαγείας» πρέπει να σαι 100% σίγουρος ότι αν κάτι πάει στραβά δεν θα διαρρεύσει τα τεχνάσματα και τις τεχνικές σου καταστρέφοντας σου ότι με κόπο τόσα χρόνια έχτιζες. 
  Ναι ξέρω ακούγεται σαν να ψάχνεις ψύλλους στα άχυρα μα είπαμε. Ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας και των εύκολων θαυμάτων που όλα είναι πιθανά. Έτσι μία μέρα που ελάχιστα διέφερε από τις υπόλοιπες εκείνη έκανε την εμφάνιση της.
  Ξεκίνησε να μου μιλά σε έναν από τους λογαριασμούς κοινωνικής δικτύωσης που διέθετα για τη προώθηση της δουλειάς μου. Αρχικά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Αμέτρητες γυναίκες μου έστελναν μηνύματα θέλοντας να ζητήσουν πληροφορίες, συμβουλές. Ο καιρός περνούσε και η επικοινωνία μας είχε γίνει καθημερινή.  Έπιασα τον εαυτό μου να μπαίνει πλέον στο ίντερνετ μόνο και μόνο για να διαβάσει τα μηνύματα της.
  Χωρίς να το καταλάβω είχαμε ξεπεράσει τα τυπικά επαγγελματικά. Αυτή η γυναίκα διέφερε από τις άλλες. Είχε γνώσεις πάνω στο αντικείμενο αλλά και γενικά που γρήγορα μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Δεν ενδιαφερόταν για προσωπικές προβλέψεις, ερωτικής, οικονομικής ή οποιασδήποτε άλλης τέλος πάντων φύσεως. Ήθελε να μάθει τη τέχνη.
  Αυτό σε συνδυασμό με το ότι τα όμορφα εξωτικά της μάτια που με κοίταζαν όλο μυστήριο από τη φωτογραφία προφίλ της μου θύμιζαν πολύ αυτά της μητέρας μου με ώθησαν στο να κάνω τη πρώτη κίνηση. Έτσι και αλλιώς χρειαζόμουν μία κοπέλα να μου κλείνει τα ραντεβού. Θα γλίτωνα χρόνο, ταλαιπωρία και θα προσέδιδα ακόμα μεγαλύτερη επισημότητα στις επικοινωνίες μου με το κοινό μου. Μια τέτοια δουλειά όμως δε μπορούσε να τη κάνει οποιαδήποτε γραμματέας. Χρειαζόμουν κάποια που να μπορούσε να εναρμονιστεί με το χώρο. Αναλογιζόμενος τώρα τη κατάσταση καταλαβαίνω πως το μόνο που χρειαζόμουν ήταν μία δικαιολογία για να τη βάλω στη ζωή μου.


  Από τη πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της ένιωσα πως αυτή η γυναίκα έπρεπε να βρίσκεται εδώ από τη πρώτη μέρα. Προσαρμόστηκε αμέσως σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς και της ζωής μου. Είχε έμφυτο ταλέντο. Ναι σίγουρα είχε αφού είχε καταφέρει να μαγέψει ακόμα και εμένα.
  Βέβαια φρόντισα να χαλιναγωγήσω τον ενθουσιασμό μου έγκαιρα ώστε να μην παρασυρθώ και της αποκαλύψω ότι αυτό που ο απλός κόσμος θεωρεί μαγεία δεν είναι παρά ένας καλός συνδυασμός, τεχνασμάτων, ψυχολογίας, υποκριτικής, λέγειν και πειθούς. Αυτό θα το έκανα μετά από καιρό αν και εφόσον βεβαιωνόμουν ότι είχε έρθει για να μείνει στη δουλειά και τη ζωή μου.
  Ήταν πολύ διακριτική ενώ όπως θεωρούσα αυτονόητο μιας και έδειχνε μια πολύ έξυπνη κοπέλα γνώριζε ότι δεν υπήρχε η «μαγεία» που πουλούσα στο κοινό μου, ουδέποτε με ρώτησε κάτι που θα με έφερνε σε δύσκολη θέση.
  Τουναντίον μιλούσε συχνά για τη μαγεία με ενθουσιασμό κάνοντας μου τακτή επίδειξη γνώσεων θέλοντας  προφανώς να μου δείξει πόσο σκληρά μελετά για να είναι όσο το δυνατόν καλύτερη στη δουλειά της. Τουλάχιστον έτσι πίστευα τότε.
   Τη πρώτη φορά που κάναμε έρωτα όλα ήταν τόσο συναρπαστικά που κόντεψα να πιστέψω στη μαγεία και εγώ ο ίδιος. Μου φάνταζε αδιανόητο ένα ερωτικό σμίξιμο να μπορεί να χαρίσει τέτοια έκσταση και τέτοιο ξέσπασμα συναισθημάτων.
  Ο καιρός περνούσε και ο μάγος μεταμορφωνόταν  σε έρμαιο στα χέρια της μαθητευομένης του. Έπιανα τον εαυτό μου να κάνει πράγματα που κάποτε ορκιζόταν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει ποτέ. Ανέκαθεν είχα τη πεποίθηση ότι μέσα από τη δουλειά μου ήθελα να χαρίζω ελπίδα και διασκέδαση και ως αντάλλαγμα να βγάζω τα προς το ζην μου όπως κάνει ο οποιοσδήποτε βιοπαλαιστής.
  Αυτούς που εκμεταλλευόντουσαν την ανάγκη των συνανθρώπων τους για ελπίδα πουλώντας τους δήθεν ξόρκια, φίλτρα και μαντζούνια για να τους απομυζούν οικονομικά τους απεχθανόμουν. Τους θεωρούσα υπαίτιους για το ρατσισμό που δεχόταν ο κλάδος μου.
  Όλες ατές οι ακλόνητες πεποιθήσεις σωριάστηκαν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα χωρίς καν να το καταλάβω από τη μία στιγμή στην άλλη.
Είχε τον τρόπο να με πείθει πως είχε δίκιο σε ότι και να πει. ¨όλα φάνταζαν αλλιώτικα όταν έβγαιναν από τα χείλη της και εγώ δεν μπορούσα, ούτε ήθελα να την απογοητεύσω.
  Έτσι ξεκίνησα να πατώ μία -μία τις αρχές μου. Τόσο ο θαυμασμός της για το πρόσωπο μου που έδειχνε να μεγαλώνει όσο και η απότομη τεράστια αύξηση των εσόδων έκαμψαν και τις τελευταίες μου αναστολές.
  Κάπως έτσι αφέθηκα σε ένα κυκεώνα γεγονότων που αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου με μετέτρεψε από έναν αγνό καλλιτέχνη σε ένα από αυτά τα αρπαχτικά που σιχαινόμουν. Τότε βέβαια ήμουν πολύ ερωτευμένος για να μπορέσω να το αντιληφθώ.
  Είχα αφεθεί στην έκσταση του έρωτα σαν ανεξέλεγκτος έφηβος. Όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές τα προβλήματα εμφανίστηκαν από το πουθενά.
  Έχοντας πια πειστεί για τα αισθήματα της και τα δικά μου θέλησα σιγά -σιγά να κάνω τη σχέση μας πιο επίσημη. Κάτι τέτοιο σύμφωνα με τα δικά μου πιστεύω τουλάχιστον απαιτούσε απόλυτη ειλικρίνεια. Έτσι προσπάθησα να της μιλήσω για όσα ως τότε της είχα κρύψει αν και ήμουν βέβαιος πως ήταν αδύνατο να μην είχε καταλάβει.
  Πόσο λάθος είχα κάνει. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε γίνει ένα ανθρώπινο ράκος και έκλαιγε με λυγμούς. Νόμιζε πως για κάποιο λόγο είχα πάψει πια να την εμπιστεύομαι και της έλεγα ότι της έλεγα μόνο και μόνο για να την απομακρύνω.
  Έμεινα αληθινά άναυδος. Ξαφνικά ένας καινούργιος κόσμος άνοιγε μπροστά μου. Καινούργιος βέβαια μόνο για μένα καθώς αυτός προϋπήρχε από την αρχή. Εγώ ήμουν τυφλός και δεν τον έβλεπα. Ίσως πάλι και να μην ήθελα να τον δω. Αν αφεθείς στα χέρια του πάθους που επιτάσσει ο έρωτας τότε κλείνεις τα μάτια βουτάς από ψηλά και αφήνεσαι να σε πάει όπου θέλει. Ειδικά άμα είσαι και άμαθος. Βλέπεις την εμπειρία στον έρωτα δεν τη δίνει ούτε η ηλικία ούτε ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων που έχεις μοιραστεί ένα κρεβάτι. Είναι μια ιστορία περίεργη, πολύπλοκη καμιά φορά και καταστροφική.
  Πως ήταν δυνατό να πιστέψει κανείς ότι μια νέα όμορφη και μορφωμένη κοπέλα πίστευε σε μαντζούνια ξόρκια δαιμόνια και αερικά. Άρχισε να μου λέει κάτι ακαταλαβίστικα, για μια ομάδα που ήταν από πριν με γνωρίσει, ότι σε λίγο καιρό θα ήταν ιέρεια του σκότους και άλλα πολλά τέτοια ακαταλαβίστικα.
  Η αλήθεια είναι ότι απογοητεύτηκα λίγο. Όταν αγαπάς εξιδανικεύεις το αντικείμενο της λατρείας σου και όταν αυτό αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων ε όσο να πεις δεν σου είναι και ευχάριστο. 


 Παρόλα αυτά δεν άντεχα στην ιδέα να τη χάσω έτσι όπως κάθε ερωτευμένος φρόντισα να βρω εύκολες δικαιολογίες. Ήταν αρκετά μικρή και αθώα. Εγώ ειδικά ήξερα από πρώτο χέρι τη τέχνη της πειθούς. Ποιος ξέρει με τι τεχνάσματα την είχαν πείσει ότι υπήρχε το υπερφυσικό και ότι ήταν σε θέση να της χαρίσει δυνάμεις.
  Αυτοί οι άνθρωποι ήταν αυτοί που μισούσα περισσότερο. Οι τάχα μου δήθεν σατανιστές. Λες και υπήρχε θεός για να υπάρχει και διάολος. Εννοείται ότι δεν πιστεύω σε κανέναν από τους δύο. Αυτό θα έλειπε να πιστεύω εγώ έχοντας δει όσα έχω δει και ξέροντας όσα ξέρω από παιδί.
  Ο λόγος που τους σιχαινόμουν ήταν ότι ασκούσαν τη τέχνη μου όχι από αγάπη και ανάγκη για τα προς το ζην αλλά από ανάγκη ικανοποίησης των προσωπικών τους βίτσιων και ανωμαλιών.
  Βέβαια το πιθανότερο ήταν να χε μπλέξει με τίποτα πιτσιρικάδες της ηλικίας της που το έπαιζαν άρχοντες του δήθεν σκότους για να τραβήξουν προσοχή και να βγάλουν καμία γκόμενα.   
  Μου είπε ότι τώρα που έπεσαν οι μάσκες ήταν καιρός να τους γνωρίσω. Δέχτηκα με μισή καρδιά μόνο και μόνο για να βρω τον τρόπο να της αποδείξω ότι είναι απατεώνες.
  Μέσα σε λίγες μέρες όλα είχαν κανονιστεί φτάσαμε σε ένα ερειπωμένο σπίτι λίγο πριν μπούμε φόρεσε ένα μαύρο χιτώνα και μου έδωσε να φορέσω έναν ίδιο και εγώ. Είχα αρχίσει να απορώ αν αυτή η γυναίκα άξιζε όλη αυτή τη διαδικασία.
  Μπαίνοντας μέσα αναγνώρισα απευθείας στο χώρο τα σημάδια της τάσης εντυπωσιασμού του επισκέπτη. Πλήθος κεριών, ακαταλαβίστικα σύμβολα περίεργα υφάσματα πεντάλφες περίεργα αγάλματα και διακοσμητικά και στο κέντρο ένας βωμός.
  Όσο περνούσε η ώρα ο εκνευρισμός μου εντεινόταν.  Οι περισσότεροι ήταν στην ηλικία μου εκτός μίας πιτσιρίκας ντυμένης στα λευκά. Αυτή θα ήταν δε θα ήταν δεκαέξι.
  Μας έδωσαν να πιούμε από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Το πήρα με δυσαρέσκεια το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώνουμε. Άρχισαν να λένε κάτι ακαταλαβίστικα που θύμιζαν ψαλμωδίες. Φάνταζαν τόσο γελοία στα μάτια μου όλα αυτά και το χειρότερο από όλα ήταν ο ενθουσιασμός και η αφοσίωση που έβλεπα στο πρόσωπο εκείνης που μέχρι εκείνη τη μέρα θεωρούσα ξεχωριστή.
  Ξάφνου όλα άλλαξαν. Μία ζεστή ευφορία με κυρίεψε και όλα τα χρώματα γύρω μου έγιναν τόσο έντονα που έκαναν τα μάτια μου να πονέσουν. Η πιτσιρίκα άφησε το λευκό χιτώνα της να πέσει στο πάτωμα. Ξάφνου ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή το θέαμα μιας τόσο μικρής κοπέλας έφηβης σχεδόν μέσα σε ένα τέτοιο χώρο και  με τέτοια αμφίεση μου προκαλούσε εκνευρισμό άρχισα να νιώθω ένα παράλογο ανεξήγητο πόθο.
  Εκείνη το κατάλαβε και αντί να γίνει έξαλλη όπως θα έκανε κάθε ερωτευμένη γυναίκα χαμογέλασε ζεστά και με ενθάρρυνε λέγοντας μου να προχωρήσω στο θέλημα του δαίμονα.
  Κάτι δε πήγαινε καλά είχα αρχίσει να βλέπω περίεργα πράγματα που ήξερα ότι ήταν πλασματικά και να ποθώ αυτό το σχεδόν παιδί σαν τρελός. Η τελευταία λογική σκέψη που έκανα ήταν ότι σίγουρα κάτι είχαν ρίξει στο κρασί μου. Από εκεί και πέρα ελάχιστα πράγματα θυμάμαι. Εικόνες που με έδειχναν να πρωταγωνιστώ σε κάποιο ομαδικό όργιο με άντρες και γυναίκες.
  Ξύπνησα στο κρεβάτι του σπιτιού μου και για λίγα δευτερόλεπτα ήμουν σίγουρος πως όλα ήταν ένα κακό όνειρο. Τόσο τα σημάδια του κορμιού μου όσο και τα σημάδια και ο πόνος σε κάποια μέρη του σώματος δεν με άφησαν για πολύ ώρα στη πλάνη μου.
  Θόλωσα και δάκρυα οργής και αηδίας πλημμύρισαν τα μάτια μου. Στη σκέψη του τι είχε συμβεί μου ερχόταν τρέλα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να καλέσω την αστυνομία μα να της πω τι. Ίσως μπορούσα με εξετάσεις να αποδείξω ότι δεν ήμουν υπαίτιος για τις πράξεις μου μα ψάχνοντας θα ανακάλυπταν τη δουλειά μου και τότε θα καταστρεφόταν όλη μου η ζωή και ότι με κόπο είχα χτίσει.
 Τη πήρα τηλέφωνο μα το κινητό της ήταν κλειστό. Της άφησα μήνυμα αλλά δεν απάντησε ποτέ. Προσπάθησα και εγώ δεν ξέρω πόσες φορές ακόμα κατά τη διάρκεια της μέρας μα το τηλέφωνο της παρέμενε κλειστό. Πήγα από το σπίτι της. Όλα ήταν κλειδωμένα.
  Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Ακύρωσα όλα μου τα ραντεβού και κλειδαμπαρώθηκα σπίτι. Έχασα κάθε ενδιαφέρον και αίσθηση του χρόνου και του τόπου. Κάποια στιγμή δεν έχω ιδέα πόσος καιρός είχε περάσει χτύπησε το τηλέφωνο. Ρίχτηκα πάνω του σα τρελός.
  Ήθελα να είναι εκείνη. Έπρεπε να είναι αν μη τι άλλο μου χρωστούσε μία εξήγηση γιατί μετά από όσα έγιναν οτιδήποτε άλλο υπήρχε μεταξύ μας είχε οριστικά τελειώσει. Βέβαια τα συναισθήματα δεν αλλάζουν από τη μία στιγμή στην άλλη αλλά η λογική επίτασσε να διακόψω κάθε σχέση μαζί της.
  Αντί της βραχνής της φωνής στο τηλέφωνο με περίμενε ένας άντρας. Ρώτησε αν είμαι ο ίδιος αυτοπροσώπως. Βιάστηκα να ψελλίσω μία γρήγορη δικαιολογία για να τον ξεφορτωθώ. 
  Άφησε ένα περιπαικτικό γελάκι και μου είπε ότι είχε νέα από εκείνη. Το σταματημένο μου μυαλό ξάφνου ξύπνησε και κατάλαβα πως μιλούσα με έναν από αυτούς της ομάδας. Η έκρηξη έγινε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Έβριζα ακατάπαυστα χωρίς να μπορώ ακόμα και εγώ ο ίδιος να καταλάβω τι έλεγα ή έστω να τιθασεύσω  κάπως την οργή και την απογοήτευση μου.
  Αφού ξεφούσκωσα μου πε πως το βράδυ είχαμε συνάντηση. Τον έστειλα στο διάολο. Γέλασε και με ευχαρίστησε λέγοντας μου πως είναι ήδη εκεί και περιμένουν εμένα.


Είχα μπλέξει με ψυχοπαθείς. Αν υπήρχε τελικά όντως θεός μου έστειλε το πειρασμό στο πρόσωπο εκείνης της γυναίκας και επειδή υπέκυψα και καταπάτησα όλες τις αρχές μου τώρα τιμωρούμουν.
  Έκλεισα το τηλέφωνο με τόση φόρα που κόντεψα να το σπάσω. Θεός δαίμονες και τρίχες κατσαρές. Με αυτά που έπαιρναν αυτοί λογικό ήταν να βλέπουν διάφορα. Εδώ η ουσία που μου έριξαν στο κρασί με μετέτρεψε σε ένα ζώο με άγρια ένστικτα εκείνη που ποιος ξέρει τι έπαιρναν σε καθημερινή βάση και σε τι ποσότητες ήταν λογικό να έχουν παραφρονήσει τελείως.
  Αποφάσισα να διαγράψω από τη μνήμη μου οριστικά και το περιστατικό και εκείνη. Άλλωστε δεν είχα καμία ευθύνη. Έκλεισα κινητά ενεργοποίησα τον αυτόματο τηλεφωνητή και αποφάσισα να παραχωρήσω στον εαυτό μου ένα ολιγοήμερο διάλειμμα για να μπορέσει να συνέλθει από όλα αυτά και να ανασυντάξει δυνάμεις.
  Πήγα στο εξοχικό μου αποφασισμένος να τα αφήσω όλα πίσω μου. Οι ήσυχες βόλτες στη θάλασσα βοήθησαν το μυαλό και τη ψυχή μου να γαληνέψουν. Θα συνέχιζα τη ζωή μου σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Σαν όλα αυτά να μην ήταν τίποτε παραπάνω από ένα κακό όνειρο.
  Το βράδυ πήγα στο τοπικό μπαράκι. Καθόμουν ήσυχα στη μπάρα όταν μια όμορφη κοπέλα με πλησίασε. Μετά από ότι είχα τραβήξει δεν ήμουν σίγουρος ότι ήθελα τόσο γρήγορα μία νέα παρουσία στη ζωή μου μα από την άλλη δεν γινόταν να μείνω κολλημένος σε μία φοβία.
  Η πιθανότητα του να συναντήσεις στη ζωή σου μια ψυχοπαθή σαν αυτή που συνάντησα εγώ ήταν μία στο εκατομμύριο πόσο μάλλον τώρα να συναντήσω και δεύτερη αμέσως μετά. Αυτή η σκέψη με καθησύχασε και της πρότεινα να τη κεράσω ένα ποτό. Δέχτηκε ευχάριστα. Το ένα ποτό έφερε το δεύτερο το δεύτερο τρίτο και καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα στη παραλία ή τουλάχιστον αυτό ξεκίνησα να κάνω γιατί ξαφνικά τα φώτα έσβησαν.
  Ξύπνησα στο κρεβάτι του εξοχικού μου αυτή τη φορά με έντονους πόνους σε όλο μου το κορμί και ιδίως στα πιο απόκρυφα σημεία του. Σίγουρα δεν είχα ξυπνήσει ακόμα. Σίγουρα ονειρευόμουν και έβλεπα εφιάλτη. Έκανα να σηκωθώ και έφριξα. Το μέρος ήταν γεμάτο αίματα στο πάτωμα ήταν σχεδιασμένη μία πεντάλφα και γύρω -γύρω σκορπισμένα λογής- λογής  αποκρυφιστικά σύμβολα.
  Δεν μπορεί κάποιος μου είχε σκαρώσει ένα αρρωστημένο αστείο δε μπορεί να συνέβαιναν σε εμένα όλα αυτά. Φτάνοντας στο σαλόνι το βλέμμα μου πάγωσε στην οθόνη της τηλεόρασης η οποία ήταν ανοιχτή. Πρωταγωνιστής της ταινίας ήμουν εγώ. Όλα συνέβαιναν στη κρεβατοκάμαρα μου όπου αφού με σοδόμισαν όλα τα μέλη της ομάδας ενώ εγώ βρισκόμουν σε μία μισολιπόθυμη μου κάρφωσαν μία ένεση στο μπράτσο. Τότε ξύπνησα απότομα μα δεν ήμουν εγώ.
  Ένα αγρίμι ήταν που επειδή περίμεναν προφανώς την αντίδραση του το χαν δέσει σα ζώο για να μη μπορεί να απομακρυνθεί πολύ από το κρεβάτι να μη μπορεί να τους δώσει ότι τους άξιζε. Εκείνοι καθόντουσαν σε απόσταση ασφαλείας και γελούσαν όταν εμφανίστηκε αυτή φέρνοντας στο σωματείο μια κοπελίτσα ακόμα μικρότερη από τη προηγούμενη σχεδόν παιδί ντυμένη στα λευκά.
  Την άκουσα να λέει στη μικρή που με κοιτούσε με δέος ενώ στο πρόσωπο της πάλευε ο φόβος η προσμονή και η έκσταση. «Έφτασε η ώρα της μύησης. Θα σμίξεις με το δαίμονα και αν σε κρίνει άξια θα χριστείς ιέρεια.»
  Με τέτοια φούμαρα γέμιζαν τα μυαλά σαλταρισμένων εφήβων που ονειρεύονταν τις υπερδυνάμεις των Χολιγουντιανών ταινιών αλλά εμένα γιατί; Γιατί να με χρησιμοποιήσουν; Γιατί να μην το κάνει κάποιος άλλος που θα το ήθελε; Γιατί εγώ;
  Της έβγαλαν το χιτώνα και την έσπρωξαν κοντά μου έπεσα πάνω της σα πεινασμένο ζώο που ήθελε να κομματιάσει το θήραμα του. Η ουσία που μου χαν δώσει αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο δυνατή ίσως επειδή ήταν ενέσιμη. Κάποιος μου πέταξε ένα μαστίγιο και άρχισα να τη χτυπάω με μανία. Η μικρή έκλαψε και έκανε να ξεφύγει μα τη ξαναπέταξαν κοντά μου γιατί όπως της είπαν ο δαίμονας δεν είχε ικανοποιηθεί ακόμα.
  Άδειασα το στομάχι μου στο πάτωμα με όσα έβλεπα μα το τέλος θα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Κάπου ανάμεσα σε αυτό το ξέφρενο αρρωστημένο όργιο κάποιος μου έδωσε ένα μεγάλο μαχαίρι που έμοιαζε με όργανο ιεροτελεστίας και εγώ άρχισα να το μπήγω με μανία στο κορμί αυτού του άμυαλου κοριτσιού ενώ συνέχιζα να τη παίρνω βίαια με κάθε δυνατό τρόπο. Είχα βιάσει, είχα βιαστεί και στο τέλος είχα αφαιρέσει και μια ζωή με το πιο βάναυσο τρόπο.
  Δεν υπήρχε δικαιολογία. Δεν υπήρχε τρόπος να χωρέσουν όλα αυτά στο κεφάλι μου. Δεν υπήρχε τίποτα ανθρώπινο πάνω μου και ας μην είχα κάνει συνειδητά τίποτα από όλα αυτά. Αν δεν ήμουν κτήνος κάπου βαθιά μέσα μου ότι και να μου έδιναν δε θα μπορούσα να κάνω όλες αυτές τις φρικαλεότητες. Πνιγόμουν. Άνοιξα τη πόρτα και άρχισα να τρέχω. Γυμνός όπως τη μέρα που γεννήθηκα.

  Η αστυνομία βρήκε το Στέφανο να περιπλανιέται σε γυμνός στο περιφερειακό δρόμο σε έξαλλη κατάσταση. Χρειάστηκαν πολλές ηρεμιστικές ενέσεις για να μπορέσουν να του πάρουν έστω και μερικές ασυνάρτητες λέξεις που θα τους βοηθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί.
  Από το  dvd που βρήκαν στο σπίτι του οδηγήθηκαν στους αληθινούς δράστες της ιστορίας. Ο ένας από αυτούς ήταν σεσημασμένος με αποτέλεσμα ο εντοπισμός του να γίνει άμεσα και να οδηγήσει σε μία σωρεία συλλήψεων.
  Η ομάδα των και καλά σατανιστών δεν ήταν παρά μια αρρωστημένη παρέα πορνοδιαστροφικών σαδομαζοχιστικών ατόμων που με το προκάλυμμα της δήθεν λατρείας τους στον Εωσφόρο παρέσυραν αθώες κοπέλες στο να ικανοποιούν τα άρρωστα πάθη τους και ανυποψίαστους ανθρώπους με μεγάλη οικονομική επιφάνεια σα το Στέφανο με σκοπό να τους εκβιάζουν με τα dvd των φρικαλέων  πράξεων στις οποίες τους είχαν ωθήσει να προβούν χορηγώντας τους εν αγνοία τους μία επικίνδυνη μίξη πολύ ισχυρών ψυχοτροπικών, διεγερτικών και παραισθησιογόνων.
  Οι αληθινοί δράστες αφού γλίτωσαν με μεγάλη δυσκολία το λιντσάρισμα από το εξαγριωμένο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από τα δικαστήρια κατά την ημέρα της δίκης τους φορτώθηκε πλήθος κατηγοριών και ποινών που βεβαίωναν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βγουν ποτέ από τη φυλακή και να θέσουν πάλι σε κίνδυνο το κοινωνικό σύνολο.
  Ο Στέφανος εκδικάστηκε με πολλά ελαφρυντικά αφού τόσο τα βίντεο και οι μαρτυρίες όσο και οι τοξικολογικές εξετάσεις απέδειξαν περίτρανα ότι δεν είχε τη παραμικρή συναίσθηση όταν διέπραττε το φόνο της νεαρής κοπέλας. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν υπερβολικά μικρή χωρίς αυτό να έχει ιδιαίτερη σημασία.
  Από τη μέρα της σύλληψης του ο Στέφανος δεν συνήλθε ποτέ. Νοσηλεύεται στο ψυχιατρείο με έντονο κλονισμό και η κατάσταση του σύμφωνα πάντα με τους γιατρούς είναι μη αναστρέψιμη. Ζει κλεισμένος στον εαυτό του χωρίς να μιλά σε κανένα με μόνη του συντροφιά μια τράπουλα με την οποία κάνει μικρά ταχυδακτυλουργικά κόλπα. 

 Κείμενο: Τζένη Κοσμίδου

Σκηνοθεσία – Φωτογράφηση: Αντώνης Μανδράνης
Ηθοποιοί: Στέλιος Καλαθάς
Φιλολογική επιμέλεια: Μαρία Ζαφείρη
Art Design Ματωμένα Ίχνη: Διονύσης Βεργίνης






Τα Ματωμένα Ίχνη της Τζένης Κοσμίδου προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα τα οποία της ανήκουν. Μπορείτε ελεύθερα να αναδημοσιεύσετε το κείμενο με την προϋπόθεση να υπάρχει ενεργό link της παρούσας δημοσίευσης.


www.synaisthimatikhdialektikh.com

Ο Στέλιος Καλαθάς, μέσα από την πολύχρονη παρουσία του στο θέατρο και στη θεατρική εκπαίδευση, έχει αναπτύξει μια μοναδική βιωματική μέθοδο, τη «ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ», που αναδεικνύει τη δυναμική των συναισθημάτων και την αυτοέκφραση μέσα από κώδικες υποκριτικής.


Ο  Πολυχώρος Τέχνης και Έκφρασης +αίσθημα δημιουργήθηκε με σκοπό να στεγάσει όλες τις μορφές τέχνης, έκφρασης  και δημιουργίας. Διακρίνεται από την υψηλή του αισθητική και την λειτουργικότητά του.



Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Ανδρικό φιλότιμο της Τζένης Κοσμίδου





 Στο μυαλό κάποιου μπορεί να φαντάζει αστείο, όμως την μεγαλύτερη ελευθερία την γνώρισα πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Εδώ κλεισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ευθύνη και εμμονή, ένιωσα να ξαναγεννιέμαι. Δεν θυμάμαι που διάβασα πως τα μεγαλύτερα δεσμά είναι αυτά που κουβαλάμε μέσα μας.
  Βλέπεις εδώ ξεκίνησα και να διαβάζω. Όσο ήμουν έξω δεν είχε περάσει ούτε στιγμή από το μυαλό μου να κάνω κάτι τέτοιο. Το θεωρούσα ανoύσιο. Χάσιμο χρόνου και εγώ δεν είχα χρόνο για χάσιμο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είχα κάτι να φέρω σε πέρας και έπειτα έπρεπε να το υπερασπιστώ.
  Πρώτα έπρεπε να γίνω αυτό που ο πατέρας μου έλεγε: σωστός άντρας. Ωμή σκληράδα συνδυασμένη πάντα όμως με μπέσα και φιλότιμο. Πάνω από όλα η αξιοπρέπεια. Αξία που στο βωμό της αν χρειαστεί έπρεπε να θυσιάσω και την ζωή μου την ίδια ή την ζωή όποιου τολμήσει να την κηλιδώσει.
  Έπειτα αφού έμαθα πως πρέπει να είναι ο σωστός, σκληρός άντρας, έμαθα πως δεν είχα χρόνο, για όσα οι υπόλοιποι συνομήλικοι μου θεωρούσαν αυτονόητα. Σχολείο, παιχνίδι, χρειάστηκε να τα ξεχάσω πριν ακόμα προλάβω να τα συνηθίσω. Έπρεπε να βρω τρόπο να κερδίσω το ψωμί μου, να συντηρήσω το σπίτι, τη μάνα και την μικρή μου αδελφή.
  Βλέπεις ο πατέρας μου σε έναν καυγά για την υπεράσπιση του αντρικού του φιλότιμου, βρέθηκε πεταμένος σε ένα σοκάκι με δεκάξι μαχαιριές. Από τότε θέλοντας και μη έγινα εγώ ο άντρας του σπιτιού και ας μην είχα κλείσει ούτε τα δέκα.
  Η μάνα πέθανε λίγα χρόνια αργότερα. Θες από την στεναχώρια, γιατί τον λάτρευε τον πατέρα μου, παρά τις παραξενιές του, θες από την κακουχία γιατί τα λεφτά που έβγαζα ίσα που έφταναν για τα απαραίτητα και όταν λέω απαραίτητα μη φανταστείς. Η θέρμανση ή ένα καινούργιο πανωφόρι ήταν πολυτέλεια για μας.



  Κάπως έτσι έμεινα μόνος με την αδελφή μου και έπαψα θέλοντας και μη να  είμαι ο μεγάλος αδελφός. Έγινα μάνα και πατέρας μαζί. Είχα δώσει άλλωστε το λόγο μου στη μάνα, την ώρα που βασανιζόταν να παραδώσει την ταλαιπωρημένη της ψυχή. Της υποσχέθηκα πως όσο ζούσα και ανέπνεα η Ζωίτσα δεν θα γνώριζε ούτε μια πίκρα  στην ζωή της. Τι σόι άντρας θα ήμουν αν δεν κράταγα τον λόγο μου. Θα έτριζαν τα κόκαλα του πατέρα και η μάνα δεν θα έβρισκε ησυχία στο πλευρό του.
  Έσφιξα λοιπόν τα δόντια ακόμα πιο δυνατά. Ό,τι δουλειά μου βρισκόταν την έκανα. Κάποια στιγμή έμπλεξα ακόμα και με τη νύχτα και τις παρανομίες. Καμιά  δουλειά βλέπεις, όσο βρώμικη και να ήταν, δεν φάνταζε μεγαλύτερη ντροπή στα μάτια μου από την αθέτηση του λόγου μου.
  Ακόμα και τότε όμως χωμένος στη  νύχτα μέχρι τον λαιμό δεν ξέχασα ούτε λεπτό τα λόγια του πατέρα. Φώναξα, τσακώθηκα εκβίασα, πούλησα μπραβιλίκι. Ποτέ όμως δεν άπλωσα το χέρι μου να σκοτώσω ή να κλέψω. Ποτέ, ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές, δεν μου πέρασε από το μυαλό να εκμεταλλευτώ γυναίκα. Δεν θα μου ήταν δύσκολο αν ήθελα. Για κάποιο λόγο, οι γυναίκες της πιάτσας έκαναν σαν τρελές για μένα. Εγώ όμως με τόσα στο κεφάλι μου δεν είχα καιρό για έρωτες και τον αγαπητικό δεν μου πήγαινε να τον κάνω.
  Οι άντρες, οι ωραίοι, οι σωστοί δεν καταδέχονται να πάρουν λεφτά από γυναίκα και το χουν σε ντροπή να απλώσουν χέρι πάνω της. Έτσι απείχα από τις πόρνες, πέρα από κάποια μοναχικά βράδια που πήγαινα σαν τον κλέφτη, ίσα να πάρω αυτό που είχε ανάγκη το κορμί μου και μετά μακριά.   



  Ποτέ δεν πήγαινα πάνω από μία φορά με την ίδια γυναίκα, δεν ήθελα μπλεξίματα. Δεν ήμουν και σε θέση να νιώσω τίποτα για καμιά. Αν νιώσεις πρέπει και να δώσεις. Αισθήματα, χρόνο, κομμάτια από την ζωή και τον εαυτό σου τον ίδιο και εγώ δεν είχα αυτή την πολυτέλεια. Έτσι η Ζωή έγινε το κέντρο της δικής μου  ανίερης ζωής.
  Τα χρόνια κύλησαν σαν το νερό. Όταν είσαι μονίμως απασχολημένος με την μάχη της ζωής, ο χρόνος τρέχει τόσο γρήγορα, που είναι φύσει  αδύνατο να τον προλάβεις. Ο χαριτωμένος, μαγκάκος
νεαρός, έγινε δύστροπος άντρας, με γκρίζους κροτάφους και το μικρό κοριτσάκι μια πανέμορφη γυναίκα που στο πέρασμά της έκανε τους άντρες να παραμιλάνε. Αυτό ήταν που με τρέλαινε! Δεν άντεχα τα βρώμικα βλέμματά τους πάνω της.
  Οι χυδαίες σκέψεις τους ήταν τόσο φανερές που δημιουργούσαν εικόνες στο μυαλό μου. Εικόνες που έκαναν το αίμα μου να βράζει και τα χέρια μου να τρέμουν. Εκείνη γελούσε. Συνέχεια γελούσε και με έλεγε υπερβολικό. Ήταν τόσο αθώα, τόσο απονήρευτη που ούτε της περνούσε από το μυαλό, πόση βρομιά κρυβόταν κάτω από αυτές τις τάχα γεμάτες θαυμασμό ματιές. Τη σκοτεινή πλευρά των αντρών και του κόσμου ολάκερου δεν μπορούσε καν να την υποψιαστεί.  Η ευθύνη βέβαια ήταν καθαρά δική μου.
  Όταν μεγαλώνεις έναν άνθρωπο κλεισμένο σε μια γυάλα, που αφήνει έξω όλη την κακία του κόσμου και τη σκληρότητα της ζωής δημιουργείς μια μισερή προσωπικότητα, καταδικασμένη να έχει ανάγκη πάντα από έναν προστάτη για να επιβιώσει. Πλέον λοιπόν δεν ήταν μονάχα η υποχρέωση, απέναντι σε εκείνη την παιδική υπόσχεση, που με έκανε να στέκω ακοίμητος φρουρός δίπλα της. Το  βάρος της ευθύνης για το ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει, τους κινδύνους και την κακία του κόσμου έπεφτε στις δικές μου πλάτες.
  Μάταια προσπαθούσα να της τα εξηγήσω όλα αυτά. Εκείνη πάντα γελούσε με ένα γέλιο αλλιώτικο που θύμιζε κελάηδισμα καναρινιού, που ανυπομονεί να το σκάσει από το κλουβί, έχοντας την αυταπάτη πως θα φτερουγίσει ανέμελα στον ορίζοντα, θα γνωρίσει άλλα πουλιά που θα το αγαπήσουν όπως ο προστάτης του και όποτε θέλει θα μπορεί να επιστρέφει στο σπίτι του. Βλέπεις κανένα καναρίνι δεν ξέρει ότι έξω από την ασφάλεια του κλουβιού το περιμένουν άγρια πουλιά, έτοιμα να το κομματιάσουν χωρίς δεύτερη σκέψη για να ικανοποιήσουν  την πείνα τους.



  Έτσι και η Ζωή. Είχα φτάσει πλέον σε απόγνωση. Έβλεπα το κακό να έρχεται και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το σταματήσω. Ως πότε θα απέτρεπα την δύναμη της φύσης. Βέβαια θα μου πεις τυχερά είναι αυτά. Μπορεί και να γνώριζε ένα καλό και τίμιο παλικάρι που θα την αγαπούσε και θα την σεβόταν. Αυτό ήταν όμως το θέμα μου. Δεν μπορούσα να αφήσω τίποτα που αφορούσε την ζωή της στην τύχη.
   «Όταν φοβάσαι κάτι πολύ είναι σαν να προκαλείς την ζωή να σου το δώσει» έτσι έλεγε σε ένα βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου μια μέρα στην βιβλιοθήκη της φυλακής. Ε λοιπόν, δεν μπορεί να βάλει ανθρώπου νους ,πόσο σημαντικές κουβέντες μπορεί να κρύβει ένα βιβλίο στις σελίδες του. Αν το ήξερα νωρίτερα, θα διάβαζα από μικρό παιδί και ίσως τα πράγματα να μην είχαν φτάσει εδώ που έφτασαν. Ίσως οι ζωές όλων μας να ήταν καλύτερες.
  Ήρθε λοιπόν η μέρα που βρέθηκα αντιμέτωπος με τον μεγάλο μου φόβο. Η Ζωή μου ανακοίνωσε ότι ήταν ερωτευμένη. Ασυνείδητα το πρόσωπο μου συννέφιασε. Ήξερα ότι κάποτε θα γινόταν, ότι δεν μπορούσα να το αποφεύγω για πάντα αλλά ήλπιζα η στιγμή να αργούσε πολύ. Βλέποντας το σκοτεινιασμένο μου πρόσωπο τρύπωσε στην αγκαλιά μου σαν μωρό παιδί. Με καθησύχασε λέγοντάς μου πως ο Γιώργος, έτσι έλεγαν τον λεγάμενο, ήταν καλό παιδί και δεν υπήρχε λόγος να ανησυχώ.
  Χιλιάδες ερωτήσεις βομβάρδιζαν το μυαλό μου. Που τον είχε γνωρίσει; Πως κατάφερε να κάνει σχέση μαζί του χωρίς εγώ με τον τόσο, τρυφερό μεν, αλλά πολύ ασφυκτικό κλοιό μου δεν κατάλαβα τίποτα; Την είχε σεβαστεί; Αν τολμούσε να την πληγώσει θα…



  Η ήρεμη φωνή της σαν να μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου βιάστηκε να με καθησυχάσει. Ήταν πολύ καλό παιδί, την είχε σεβαστεί, της φερόταν με τον καλύτερο τρόπο και είχε σοβαρό σκοπό γι’ αυτό και ήθελε να με γνωρίσει.   
   Μωρέ εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα, θα με γνώριζε ήθελε δεν ήθελε. Μακάρι γι’ αυτόν να μη χρειαζόταν να με γνωρίσει και από την ανάποδη.
  Ήρθε σπίτι μας το ίδιο βράδυ με μια τεράστια ανθοδέσμη που έκρυβε το πρόσωπο του. Άσχημα αρχίσαμε σκέφτηκα. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι που έκαναν τσιριμόνιες. Όταν κατέβασε τα λουλούδια και τον είδα τα δόντια μου σφίχτηκαν ασυνήθιστα. Κοιτούσε οπουδήποτε αλλού παρά στα μάτια. Ο άντρας ο σωστός, ο καθαρός, κοιτάζει ίσια στα μάτια και η χειραψία του είναι δυνατή και αντρική. Αυτουνού το χέρι ήταν χλιαρό σαν παράλυτο.
  Όταν πια σήκωσε τα μάτια βεβαιώθηκα ότι η αδελφή μου ήταν μακριά νυχτωμένη. Τόσα χρόνια στην νύχτα έμαθα να ξεχωρίζω τους ανθρώπους από το βλέμμα. Αυτός, όσο και να χαμογελούσε, το χαμόγελο δεν έφτανε στα μάτια του. Το βλέμμα του παρέμενε σκοτεινό. Είχα υποσχεθεί στην μικρή να είμαι ευγενικός και ψύχραιμος, μα όσο τον έβλεπα να προσπαθεί να παραστήσει το καλό πλην τίμιο παιδί σταδιακά έχανα την αυτοσυγκράτησή μου. Σε αυτό βέβαια ίσως και να συνέβαλε το ποτό αφού στην προσπάθειά μου να συγκρατηθώ κατέβαζα το ένα ουίσκι πίσω από το άλλο. Από ένα σημείο και μετά δεν άκουγα καν τι έλεγε. Έβλεπα μόνο μπρος μου, μια καρικατούρα που προσπαθούσε να παραστήσει τον άγιο, με μόνο σκοπό να βλάψει ότι αγαπούσα περισσότερο. Δεν άργησε να έρθει η στιγμή που τον άρπαξα από τον λαιμό να τον πετάξω έξω από το σπίτι μου.  
  Τα κλάματα και οι εκκλήσεις της Ζωής έφταναν σαν από άλλο κόσμο τα αυτιά μου. Όσο τον έβλεπα να μην υπολογίζει την οργή μου και να επιμένει στις θέσεις του, τόσο ο αυτοέλεγχος μου χανόταν. Δεν κατάλαβα πότε άρχισα να τον χτυπάω, είχα θολώσει. Τα χέρια μου ανεβοκατέβαιναν μηχανικά. Η παρουσία της Ζωής στάθηκε μόνο ικανή να με συνεφέρει.   
  Μπήκε στη μέση να μας χωρίσει και τα χέρια της, σφιγμένα σε γροθιές ,ανεβοκατέβαιναν στο στήθος μου, ενώ από τα χείλη της ξεπηδούσαν άναρθρες κραυγές χωρίς νόημα. Μπροστά σε αυτό το θέαμα, τα χείλη του τραβήχτηκαν σε ένα ειρωνικό χαμόγελο, γεγονός που πυροδότησε ένα νέο ξέσπασμα οργής από μεριάς μου. Ευτυχώς και για τους δύο μας πρόλαβε να φύγει. Σαν μέσα από όνειρο, άκουγα την Ζωή να μου φωνάζει, πως δεν θα με συγχωρέσει ποτέ, λίγο πριν κλειστεί στο δωμάτιο της, βροντώντας την πόρτα πίσω της.



 Η συμπεριφορά της με πόνεσε. Να φερθεί έτσι σε μένα, που την έβλεπα σαν κάτι ενδιάμεσο σε πριγκίπισσα και την Παναγιά? Σύντομα όμως το ξέχασα. Ήταν ένα αθώο πλάσμα. Ποιος ξέρει με τι ψέματα την είχε φλομώσει αυτός ο αλήτης. Την είχε κάνει να πιστεύει πως ήταν ο πρίγκιπας του παραμυθιού, που θα της χάριζε αγάπες, λουλούδια και μωρά και εγώ φάνηκα το τέρας που της κατέστρεφε το όνειρο. Δεν πειράζει, καλύτερα να με μισούσε λίγο τώρα, παρά να κατέστρεφε την ζωή της με αυτό το απόβρασμα. Με τέτοιες σκέψεις, βαριά καρδιά και πολύ οινόπνευμα στον οργανισμό μου έπεσα για ύπνο.
  Ένα έντονο φως με έβγαλε από έναν ύπνο βαθύ, χωρίς όνειρα. Πρέπει να ήταν περασμένη η ώρα, ίσως και να είχε μεσημεριάσει. Το παράκανα με το ποτό χθες, γι’ αυτό έπεσα σαν βαρίδι. Στο σπίτι επικρατούσε μια παράξενη ησυχία. Ούτε ήχοι από κατσαρόλια, ούτε η μυρωδιά του φαγητού που άλλοτε τέτοια ώρα κόντευε να γίνει. Έκανα να σηκωθώ μα ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος με δυσκόλεψε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Πετάχτηκα γρήγορα πάνω. Η κουζίνα άδεια, το δωμάτιο της άδειο, με μια ντουλάπα ανοιχτή, να χάσκει άδεια και αυτή σαν το χείλος της αβύσσου.
  Όχι δεν μπορεί να είχε φύγει. Άρχισα να ψάχνω το σπίτι σαν μανιασμένος. Λες και υπήρχε περίπτωση να την βρω, κρυμμένη πίσω από κανένα έπιπλο, όπως έκανε παιδί για να με τρομάξει. Τέλος βρήκα το γράμμα. Εκείνο το καταραμένο γράμμα που έδωσε σάρκα και οστά στις μεγαλύτερες μου φοβίες. Λίγες λέξεις μουτζουρωμένες. Πρέπει να έκλαιγε όταν τις έγραφε.
« Στάθηκες για μένα πατέρας, μάνα και αδελφός. Σ’ αγαπάω πάρα πολύ και σε ευχαριστώ για όλα, αλλά αυτός είναι ο άντρας που θέλω να περάσω μαζί του, την υπόλοιπη ζωή μου. Να κάνω οικογένεια, παιδιά και τότε είμαι σίγουρη πως θα καταλάβεις πως ήταν άδικος και ο φόβος και η συμπεριφορά σου. Θα μου λείψεις πολύ. Να προσέχεις τον εαυτό σου. Ζωή.»



  Σαν ξάφνου να έφυγε όλο το αίμα από το σώμα μου και να μαζεύτηκε στα μηνίγγια μου που σφυροκοπούσαν σαν τρελά. Ήμουν σίγουρος πως κάπως έτσι θα την είχε παραμυθιάσει, αλλά ότι θα έφτανε στο σημείο να φύγει μαζί του, όχι αυτό δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου.
  Από εκείνη την μέρα η ζωή μου έγινε εφιάλτης. Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε άλλο. Έψαχνα μονάχα, έψαχνα σαν μανιασμένος να την βρω. Να προλάβω πριν να είναι αργά. Ήμουν σίγουρος πως η πραγματικότητα απείχε πολύ από τα ρομαντικά της όνειρα. Τα είχα δει τα μάτια του και τα μάτια δεν λένε ποτέ ψέματα, δεν κάνουν λάθος.
  Παρότι έκανα ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό και κάτι περισσότερο, δεν κατάφερα τίποτα. Λες και είχε ανοίξει η γη και τους είχε καταπιεί. Πήγαινε πάνω από ένας χρόνος πια και δεν είχα το παραμικρό νέο της. Ήμουν σίγουρος, πως κάτι κακό της είχε συμβεί, αλλιώς θα είχε επικοινωνήσει. Θα μου είχε γράψει, έστω δύο λόγια, για να μην τρελαθώ από την αγωνία. Τίποτα.
  Είχα πια γίνει σκιά του εαυτού μου. Η απουσία της, σε συνδυασμό με την βεβαιότητα, ότι κάτι κακό της είχε συμβεί, με είχε διαλύσει. Κάποτε χρειάστηκε να κατέβω στην Καλαμάτα για μια δουλειά. Το αφεντικό ήθελε να αγοράσει ένα στριπτιτζάδικο και ήθελε να πάω πρώτος εγώ, τάχα σαν πελάτης να δω τι γίνεται.
  Το στριπτιτζάδικο βέβαια ήταν βιτρίνα. Από πίσω κρυβόταν ολόκληρος οίκος ανοχής. Αυτό κυρίως ήθελε να τσεκάρω. Τι κόσμο έχει, τι δυναμική και πάνω από όλα με τι γυναίκες δούλευε. Είχε βλέπεις μια αρχή. Παρότι ήταν και προαγωγός, δε δούλευε ποτέ με ανήλικες και ξένες, που είχαν έρθει παράνομα στη χώρα. Τώρα θες επειδή ακόμα και αυτός είχε τις αρχές του, θες επειδή φοβόταν τα μπλεξίματα, πάντως ήταν νόμος απαράβατος.
  Πήγα με μισή καρδιά μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούσα να αρνηθώ. Έπρεπε να συντηρήσω τον εαυτό μου και να έχω λεφτά για τον ντέντεκτιβ που είχα προσλάβει μπας και καταφέρει ότι δεν κατάφερα εγώ. Στο κάτω- κάτω ήταν εύκολη δουλειά. Θα παρίστανα τον αντιπρόσωπο που πήγε επαγγελματικό ταξίδι για κάνα δύο μέρες και ήθελε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Να πιει τα ποτά του και να διασκεδάσει με μερικά εύκολα θηλυκά τώρα που βρισκόταν μακριά από την γυναίκα του.



  Όταν κυκλοφορείς πολλά χρόνια σε τέτοια μέρη, αρχίζουν να σου μοιάζουν όλα ίδια, όπου και να είναι αυτά. Έκατσα, ήπια τα ποτά μου, είδα αδιάφορα το πρόγραμμα, πασπάτεψα και κάνα δυό χορεύτριες ίσα να δείξω ότι ενδιαφέρομαι, για να κάνω επαφή για τα περαιτέρω. Με έστειλαν σε ένα ξενοδοχείο της κακιάς ώρας εκεί κοντά.
  Έβαλα ένα ποτό ακόμα, παρότι είχα ζαλιστεί, ετοιμάστηκα και περίμενα. Σε λίγο η πόρτα χτύπησε συνθηματικά. Άνοιξα και μπροστά μου είδα μια γυναίκα, όμοια με τις περισσότερες που είχα γνωρίσει σε τέτοια ξενοδοχεία. Πρόστυχη και προκλητική. Βαμμένη σαν ινδιάνος και με ένα πατσουλί που με ζάλιζε περισσότερο από το ποτό. Άρχισε να με προκαλεί.
    Μου έλεγε πως ήθελε να της κάνω ό,τι πιο πρόστυχο, ό,τι πιο αρρωστημένο, μου περνούσε από το μυαλό. Δεν ξέρω αν έφταιγε το ποτό, ο πόνος και η απογοήτευση που βίωνα τόσο καιρό ή η ωμή προστυχιά της. Συνήθως σεβόμουν τις γυναίκες του είδους της. Πήγαινα σε αυτές για την ανάγκη μου και φρόντιζα να την εκπληρώνω, χωρίς να τις παιδεύω ιδιαίτερα. Με αυτήν όμως μου βγήκε μια πρωτόγνωρη σκληρότητα, σχεδόν μίσος. Βάλθηκα λοιπόν να πραγματοποιήσω την επιθυμία της. Όταν τελείωσα μαζί της ήταν ράκος.
  Θέλοντας να της θίξω την περηφάνια της πόρνης, αλλά και να εξακριβώσω αυτό που ήθελε το αφεντικό, της έχωσα στο σουτιέν είκοσι χιλιάρικα που θα μπορούσε να κρατήσει κρυφά από τον νταβατζή της και την ρώτησα αν έχει κανένα τρυφερούδι να μου στείλει που θα άντεχε περισσότερο.
  Χαμογέλασε με τόση συμπάθεια, που προς στιγμήν, με έκανε να μετανιώσω για τον βάναυσο τρόπο που της φέρθηκα. Τα λόγια που ακολούθησαν λίγο μετά όμως με εξόργισαν. «Θα το κανονίσω. Βέβαια μπορεί να μην είναι τόσο συνεργάσιμη. Ξέρεις πως είναι τώρα τα μικρά, ιδίως όταν είναι καινούργια στη δουλειά. Κλαίνε, χτυπιούνται. Εσύ όμως μην δώσεις σημασία. Με εκατό χιλιάρικα μπορείς να την κρατήσεις όλο το βράδυ και να της κάνεις ότι γουστάρεις.»
  Κρατήθηκα με βία να μην την χαστουκίσω. Η ψυχή της ήταν πιο βρόμικη από το κορμί της που κυλιόταν με τον οποιονδήποτε. Σφίχτηκα να χαμογελάσω και της είπα να ακουμπήσει την πόρτα, ώστε να μπορέσει η μικρή να μπει χωρίς να χτυπήσει. Έβαλα ένα ποτό ακόμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω κάτι μαζί της, αν ήταν ανήλικη, αλλά έπρεπε πρώτα να σιγουρευτώ. Το μάτι μου έκοβε. Θα καταλάβαινα με τη μία, αν ήταν όντως ανήλικη ή αν την πλάσαραν έτσι επειδή μικρόδειχνε σε αρρωστημένους, τάχα, μερακλήδες πελάτες. Πήγα στο μπάνιο για ένα ντουζ. Την ώρα που σκουπιζόμουν άκουσα την πόρτα να τρίζει και να κλείνει σιγά. Τύλιξα μια πετσέτα στην μέση μου και βγήκα. Το θέαμα που είδα έκανε το αίμα στις φλέβες μου να παγώσει.



  Η Ζωή. Η δική μου Ζωή ντυμένη και βαμμένη πόρνη. Έρμαιο στα χέρια του κάθε ανώμαλου για εκατό χιλιάρικα. Πάγωσε και εκείνη. Έμεινε στην θέση να με κοιτάει σαν άγαλμα, με κάτι κόρες σαν πιατάκια του καφέ, από την πρέζα που την είχαν ποτίσει, για να αντέξει τον πελάτη, δίχως πολλές διαμαρτυρίες. Για λίγη ώρα κανένας από τους δύο μας δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, λες και ο χρόνος είχε παγώσει. Τίποτα δεν κινιόταν σε εκείνο το άθλιο δωμάτιο. Τίποτα εκτός από τα δάκρυα που έτρεχαν ποταμός στα μάγουλά της. Τέλος έπεσε στην αγκαλιά μου και ξέσπασε σε λυγμούς.
  Μιλούσε ακατάπαυστα. Μπερδεμένα δίνοντας τροφή στους χειρότερους εφιάλτες μου. Είχα δίκιο σε όλα. Ο Πρίγκιπας της ήταν ένα τομάρι πολύ χειρότερο από ότι ακόμα και εγώ ο ίδιος μπορούσα να φανταστώ. Όταν έφυγε μαζί του, της είπε ότι τάχα θα την έφερνε στην Καλαμάτα, να την γνωρίσουν οι δικοί του και να ξεκινήσουν της ετοιμασίες του γάμου.

  Μόλις έφτασαν εδώ την κλείδωσε σε ένα υπόγειο. Για πρώτη φορά γνώρισε τον έρωτα, με έναν μερακλή πελάτη, που ακριβοπλήρωνε για να πάει με παρθένες, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να τις πάρει με το ζόρι. Ακολούθησαν και άλλοι πολλοί. Άλλοι ήπιοι, άλλοι ακόμα πιο αρρωστημένοι. Από ένα σημείο και μετά έχασε τον λογαριασμό και κάθε αίσθηση του χρόνου. Σε αυτό βοηθούσαν και τα ναρκωτικά που την πότιζαν. Σε αυτά δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Την βοηθούσαν να αντέχει.
   Δεν ήθελα να την διακόψω. Είχε τόσο ανάγκη να μιλήσει. Ήταν τόσο καιρό μόνη, με μόνη συντροφιά τον τρόμο, την βρομιά και την ξεφτίλα. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησε, την ρώτησα γιατί δεν προσπάθησε να με ειδοποιήσει. Μου είπε πως αυτό ήταν αδύνατο. Την παρακολουθούσαν στενά. Εκτός αυτού ακόμα και να τα κατάφερνε, δεν είχα ιδέα τι ήταν ικανός να κάνει και σε εκείνη και σε εμένα. Παρά την βρομιά στην οποία είχε κυλιστεί, παρέμενε τόσο αθώα. Λες και μπορούσε εκείνο το τομάρι να μου κάνει τίποτα χειρότερο, από ότι ήδη είχε κάνει.
  Της είπα να τον ειδοποιήσει. Να του πει ότι τάχα ο πελάτης είχε μείνει πολύ ευχαριστημένος και ήθελε να την κρατήσει κοντά του, για τις υπόλοιπες μέρες που θα έμενε και έπρεπε να έρθει, για να τακτοποιήσουν το οικονομικό. Με κοίταξε με δισταγμό. Την παρακάλεσα να μου έχει εμπιστοσύνη. Έκανε ακριβώς ότι της είπα. Έπειτα της ζήτησα να πάει στο μπάνιο, να βγάλει από πάνω της τις μπογιές και
αυτά τα κουρέλια. Δεν άντεχα να την βλέπω έτσι. Της έδωσα να βάλει δικά μου ρούχα. Της είπα να κλειδωθεί μέσα και να μην βγει, παρά όταν θα την φώναζα εγώ. Σε λίγο η πόρτα χτύπησε.



  Του άνοιξα κρυμμένος πίσω της, ίσα να προλάβει να κάνει δύο βήματα, για να του κολλήσω το όπλο με τον σιγαστήρα  στο κεφάλι. Έκλεισα την πόρτα πίσω του και τράβηξα το όπλο του από την ζώνη και το μαχαίρι από την κάλτσα. Τόσα χρόνια στα κόλπα ήξερα καλά τέτοια αποβράσματα. Εκείνος με κοίταζε με τρόμο. Ψέλλιζε κάτι ασυναρτησίες να φερθούμε λογικά, ότι αν ήθελα μπορούσα να πάρω την αδερφή μου και να φύγω, εκείνος δεν θα μας ενοχλούσε ποτέ ξανά. Ήταν σαν όλα αυτά τα ανθρωπάρια. Η μαγκιά του περιοριζόταν σε απροστάτευτες γυναίκες. Τον πυροβόλησα στα πόδια ήθελα να τον δω να γονατίζει. Να παρακαλεί για έλεος, όπως είμαι σίγουρος, ότι θα τον είχε παρακαλέσει και εκείνη και δεκάδες άλλες. Στο μυαλό μου χοροπηδούσαν εικόνες.
   Η Ζωή μωρό, η Ζωή έρμαιο στα χέρια του κάθε ανώμαλου, θόλωσα. Έπεσα πάνω του με λύσσα και άρχισα να τον χτυπάω όπου έβρισκα με γροθιές, κλωτσιές, με το πίσω μέρος του όπλου. Όταν πλέον καταλάγιασε η μανία μου, το κρανίο του είχε διαλυθεί και την θέση του είχε πάρει μια άμορφη μάζα. Τρόμαξα ακόμα και εγώ ο ίδιος, με αυτό που είχα κάνει. Βλέπεις παρά τις βρομοδουλειές, που από τα μικρά μου ήμουν μπλεγμένος, φόνο δεν είχα κάνει ποτέ.
  Η φωνή της από το μπάνιο με έβγαλε από τον λήθαργο. Έπαθε ότι του άξιζε. Αυτός πέθανε μία φορά. Η αδερφή μου πέθαινε καθημερινά σε τέτοια δωμάτια. Τράβηξα τα σκεπάσματα από το κρεβάτι και τα έριξα πάνω του, για να μην αντικρίσει εκείνη το φρικτό θέαμα. Της είπα να ανοίξει. Μόλις με είδε μέσα στα αίματα πάνιασε, Έπειτα κοίταξε πίσω μου και κατάλαβε.
  Μου είπε να μπω στο μπάνιο και να βγάλω τα αίματα από πάνω μου. Η ψυχραιμία της με σόκαρε. Αυτή τη φορά ήταν σειρά μου να υπακούσω. Ξεπλύθηκα και έβαλα καθαρά ρούχα. Την πήρα και φύγαμε. Φτάσαμε νύχτα στην Αθήνα και μπήκαμε στο σπίτι σαν φαντάσματα. Την πήρα μαζί μου στο μπάνιο. Ξήλωσα ένα πλακάκι, αποκαλύπτοντάς  της την κρυψώνα που φύλαγα οικονομίες, που θα έκαναν την ζωή της πιο εύκολη, σε περίπτωση που χρειαζόταν. Δεν ήθελα να μείνει για πάντα μόνη .  
  Μπορεί να μην το έδειχνα, μα και εγώ ήθελα να βρεθεί ένας άνθρωπος σωστός. Να κάνει οικογένεια να… Την πήραν πάλι τα κλάματα. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου, μέχρι να ηρεμήσει και της είπα ότι έπρεπε να φύγουμε. Με ακολούθησε πειθήνια. Την πήγα σε μια κλινική αποτοξίνωσης. Λίγο πριν την αφήσω εκεί, της έδωσα ένα βιβλιάριο, με ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που είχα βγάλει από το πλακάκι. Αφού καθάριζε, να έπαιρνε τα χρήματα και να πήγαινε κάπου μακριά. Κάπου που δεν θα την ήξερε κανείς. Να κάνει μια δουλειά δική της και να ξαναφτιάξει την ζωή της από την αρχή. Με κοίταξε με απορία.



  Με ρώτησε τι θα έκανα εγώ. Της είπα το αυτονόητο. Μόλις έφευγα από εκεί, θα πήγαινα να παραδοθώ στην αστυνομία. Έκανε ότι περνούσε από το χέρι της να με μεταπείσει. Μου πε ότι με είχε ανάγκη, ότι η αστυνομία δεν θα με ανακάλυπτε ποτέ, αφού στο ξενοδοχείο, είχα δώσει, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, ψεύτικο όνομα. Άλλωστε, πόσο θα έψαχνε η αστυνομία, για ένα τέτοιο κατακάθι. Θα το θεωρούσαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών και η υπόθεση σύντομα θα έκλεινε.
  Της χαμογέλασα. Η υπόθεση, για την αστυνομία ,μπορεί να έκλεινε. Εμένα όμως αν δεν έκανα το σωστό θα με κυνηγούσε πάντα. Ο σωστός άντρας πάντα αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του. Παραδόθηκα. Ο αστυνόμος μου είπε, πως παρότι το έγκλημα ήταν ειδεχθές, ήταν σίγουρος, πως όταν θα ερχόταν η ώρα, το δικαστήριο θα με έκρινε με επιείκεια. Είχα πολλά ελαφρυντικά.
  Έτσι μένω εδώ, για πρώτη φορά στην ζωή μου, ήρεμος και γαλήνιος να περιμένω την επιείκεια του δικαστηρίου, που θα με φέρει πιο κοντά στην Ζωή και τον ανιψιό μου. Ναι πριν λίγες εβδομάδες, η Ζωή μου ανακοίνωσε, ότι όταν της έκαναν τις εξετάσεις στο κέντρο, ανακάλυψαν πως ήταν έγκυος και αποφάσισε να το κρατήσει.



  Το δικαστήριο αναγνώρισε στον Τάσο το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως και λαμβάνοντας υπόψη  ότι παραδόθηκε οικειοθελώς, λίγες ώρες μετά το έγκλημα, τον καταδίκασε σε μόλις πέντε χρόνια φυλάκισης με το δικαίωμα μείωσης της ποινής του κατά το ήμισυ στο εφετείο. 
 Η Ζωή αφού ολοκλήρωσε το πρόγραμμα αποτοξίνωσης άλλαξε το επώνυμό της και μετακόμισε σε ένα νησί. Άνοιξε ένα ψιλικατζίδικο, γέννησε και μεγαλώνει ήρεμα το παιδί της. Μαζί περιμένουν την αποφυλάκιση του αδελφού της. Ο ανιψιός του έχει το όνομα του.


Κείμενο: Τζένη Κοσμίδου

Σκηνοθεσία - Φωτογράφηση: Αντώνης Μανδράνης
Ηθοποιοί: Γιώργος Γιαννόπουλος
Φιλολογική επιμέλεια: Μαρία Ζαφείρη
Art Design Ματωμένα Ίχνη: Διονύσης Βεργίνης



Τα Ματωμένα Ίχνη της Τζένης Κοσμίδου προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα τα οποία της ανήκουν. Μπορείτε ελεύθερα να αναδημοσιεύσετε το κείμενο με την προϋπόθεση να υπάρχει ενεργό link της παρούσας δημοσίευσης.