https://www.google.com/adsense/new/u/0/pub-4545407962626443/home ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΙΧΝΗ: Μαΐου 2015 https://www.google.com/adsense/new/u/0/pub-4545407962626443/home

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Ανδρικό φιλότιμο της Τζένης Κοσμίδου





 Στο μυαλό κάποιου μπορεί να φαντάζει αστείο, όμως την μεγαλύτερη ελευθερία την γνώρισα πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Εδώ κλεισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ευθύνη και εμμονή, ένιωσα να ξαναγεννιέμαι. Δεν θυμάμαι που διάβασα πως τα μεγαλύτερα δεσμά είναι αυτά που κουβαλάμε μέσα μας.
  Βλέπεις εδώ ξεκίνησα και να διαβάζω. Όσο ήμουν έξω δεν είχε περάσει ούτε στιγμή από το μυαλό μου να κάνω κάτι τέτοιο. Το θεωρούσα ανoύσιο. Χάσιμο χρόνου και εγώ δεν είχα χρόνο για χάσιμο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είχα κάτι να φέρω σε πέρας και έπειτα έπρεπε να το υπερασπιστώ.
  Πρώτα έπρεπε να γίνω αυτό που ο πατέρας μου έλεγε: σωστός άντρας. Ωμή σκληράδα συνδυασμένη πάντα όμως με μπέσα και φιλότιμο. Πάνω από όλα η αξιοπρέπεια. Αξία που στο βωμό της αν χρειαστεί έπρεπε να θυσιάσω και την ζωή μου την ίδια ή την ζωή όποιου τολμήσει να την κηλιδώσει.
  Έπειτα αφού έμαθα πως πρέπει να είναι ο σωστός, σκληρός άντρας, έμαθα πως δεν είχα χρόνο, για όσα οι υπόλοιποι συνομήλικοι μου θεωρούσαν αυτονόητα. Σχολείο, παιχνίδι, χρειάστηκε να τα ξεχάσω πριν ακόμα προλάβω να τα συνηθίσω. Έπρεπε να βρω τρόπο να κερδίσω το ψωμί μου, να συντηρήσω το σπίτι, τη μάνα και την μικρή μου αδελφή.
  Βλέπεις ο πατέρας μου σε έναν καυγά για την υπεράσπιση του αντρικού του φιλότιμου, βρέθηκε πεταμένος σε ένα σοκάκι με δεκάξι μαχαιριές. Από τότε θέλοντας και μη έγινα εγώ ο άντρας του σπιτιού και ας μην είχα κλείσει ούτε τα δέκα.
  Η μάνα πέθανε λίγα χρόνια αργότερα. Θες από την στεναχώρια, γιατί τον λάτρευε τον πατέρα μου, παρά τις παραξενιές του, θες από την κακουχία γιατί τα λεφτά που έβγαζα ίσα που έφταναν για τα απαραίτητα και όταν λέω απαραίτητα μη φανταστείς. Η θέρμανση ή ένα καινούργιο πανωφόρι ήταν πολυτέλεια για μας.



  Κάπως έτσι έμεινα μόνος με την αδελφή μου και έπαψα θέλοντας και μη να  είμαι ο μεγάλος αδελφός. Έγινα μάνα και πατέρας μαζί. Είχα δώσει άλλωστε το λόγο μου στη μάνα, την ώρα που βασανιζόταν να παραδώσει την ταλαιπωρημένη της ψυχή. Της υποσχέθηκα πως όσο ζούσα και ανέπνεα η Ζωίτσα δεν θα γνώριζε ούτε μια πίκρα  στην ζωή της. Τι σόι άντρας θα ήμουν αν δεν κράταγα τον λόγο μου. Θα έτριζαν τα κόκαλα του πατέρα και η μάνα δεν θα έβρισκε ησυχία στο πλευρό του.
  Έσφιξα λοιπόν τα δόντια ακόμα πιο δυνατά. Ό,τι δουλειά μου βρισκόταν την έκανα. Κάποια στιγμή έμπλεξα ακόμα και με τη νύχτα και τις παρανομίες. Καμιά  δουλειά βλέπεις, όσο βρώμικη και να ήταν, δεν φάνταζε μεγαλύτερη ντροπή στα μάτια μου από την αθέτηση του λόγου μου.
  Ακόμα και τότε όμως χωμένος στη  νύχτα μέχρι τον λαιμό δεν ξέχασα ούτε λεπτό τα λόγια του πατέρα. Φώναξα, τσακώθηκα εκβίασα, πούλησα μπραβιλίκι. Ποτέ όμως δεν άπλωσα το χέρι μου να σκοτώσω ή να κλέψω. Ποτέ, ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές, δεν μου πέρασε από το μυαλό να εκμεταλλευτώ γυναίκα. Δεν θα μου ήταν δύσκολο αν ήθελα. Για κάποιο λόγο, οι γυναίκες της πιάτσας έκαναν σαν τρελές για μένα. Εγώ όμως με τόσα στο κεφάλι μου δεν είχα καιρό για έρωτες και τον αγαπητικό δεν μου πήγαινε να τον κάνω.
  Οι άντρες, οι ωραίοι, οι σωστοί δεν καταδέχονται να πάρουν λεφτά από γυναίκα και το χουν σε ντροπή να απλώσουν χέρι πάνω της. Έτσι απείχα από τις πόρνες, πέρα από κάποια μοναχικά βράδια που πήγαινα σαν τον κλέφτη, ίσα να πάρω αυτό που είχε ανάγκη το κορμί μου και μετά μακριά.   



  Ποτέ δεν πήγαινα πάνω από μία φορά με την ίδια γυναίκα, δεν ήθελα μπλεξίματα. Δεν ήμουν και σε θέση να νιώσω τίποτα για καμιά. Αν νιώσεις πρέπει και να δώσεις. Αισθήματα, χρόνο, κομμάτια από την ζωή και τον εαυτό σου τον ίδιο και εγώ δεν είχα αυτή την πολυτέλεια. Έτσι η Ζωή έγινε το κέντρο της δικής μου  ανίερης ζωής.
  Τα χρόνια κύλησαν σαν το νερό. Όταν είσαι μονίμως απασχολημένος με την μάχη της ζωής, ο χρόνος τρέχει τόσο γρήγορα, που είναι φύσει  αδύνατο να τον προλάβεις. Ο χαριτωμένος, μαγκάκος
νεαρός, έγινε δύστροπος άντρας, με γκρίζους κροτάφους και το μικρό κοριτσάκι μια πανέμορφη γυναίκα που στο πέρασμά της έκανε τους άντρες να παραμιλάνε. Αυτό ήταν που με τρέλαινε! Δεν άντεχα τα βρώμικα βλέμματά τους πάνω της.
  Οι χυδαίες σκέψεις τους ήταν τόσο φανερές που δημιουργούσαν εικόνες στο μυαλό μου. Εικόνες που έκαναν το αίμα μου να βράζει και τα χέρια μου να τρέμουν. Εκείνη γελούσε. Συνέχεια γελούσε και με έλεγε υπερβολικό. Ήταν τόσο αθώα, τόσο απονήρευτη που ούτε της περνούσε από το μυαλό, πόση βρομιά κρυβόταν κάτω από αυτές τις τάχα γεμάτες θαυμασμό ματιές. Τη σκοτεινή πλευρά των αντρών και του κόσμου ολάκερου δεν μπορούσε καν να την υποψιαστεί.  Η ευθύνη βέβαια ήταν καθαρά δική μου.
  Όταν μεγαλώνεις έναν άνθρωπο κλεισμένο σε μια γυάλα, που αφήνει έξω όλη την κακία του κόσμου και τη σκληρότητα της ζωής δημιουργείς μια μισερή προσωπικότητα, καταδικασμένη να έχει ανάγκη πάντα από έναν προστάτη για να επιβιώσει. Πλέον λοιπόν δεν ήταν μονάχα η υποχρέωση, απέναντι σε εκείνη την παιδική υπόσχεση, που με έκανε να στέκω ακοίμητος φρουρός δίπλα της. Το  βάρος της ευθύνης για το ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει, τους κινδύνους και την κακία του κόσμου έπεφτε στις δικές μου πλάτες.
  Μάταια προσπαθούσα να της τα εξηγήσω όλα αυτά. Εκείνη πάντα γελούσε με ένα γέλιο αλλιώτικο που θύμιζε κελάηδισμα καναρινιού, που ανυπομονεί να το σκάσει από το κλουβί, έχοντας την αυταπάτη πως θα φτερουγίσει ανέμελα στον ορίζοντα, θα γνωρίσει άλλα πουλιά που θα το αγαπήσουν όπως ο προστάτης του και όποτε θέλει θα μπορεί να επιστρέφει στο σπίτι του. Βλέπεις κανένα καναρίνι δεν ξέρει ότι έξω από την ασφάλεια του κλουβιού το περιμένουν άγρια πουλιά, έτοιμα να το κομματιάσουν χωρίς δεύτερη σκέψη για να ικανοποιήσουν  την πείνα τους.



  Έτσι και η Ζωή. Είχα φτάσει πλέον σε απόγνωση. Έβλεπα το κακό να έρχεται και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το σταματήσω. Ως πότε θα απέτρεπα την δύναμη της φύσης. Βέβαια θα μου πεις τυχερά είναι αυτά. Μπορεί και να γνώριζε ένα καλό και τίμιο παλικάρι που θα την αγαπούσε και θα την σεβόταν. Αυτό ήταν όμως το θέμα μου. Δεν μπορούσα να αφήσω τίποτα που αφορούσε την ζωή της στην τύχη.
   «Όταν φοβάσαι κάτι πολύ είναι σαν να προκαλείς την ζωή να σου το δώσει» έτσι έλεγε σε ένα βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου μια μέρα στην βιβλιοθήκη της φυλακής. Ε λοιπόν, δεν μπορεί να βάλει ανθρώπου νους ,πόσο σημαντικές κουβέντες μπορεί να κρύβει ένα βιβλίο στις σελίδες του. Αν το ήξερα νωρίτερα, θα διάβαζα από μικρό παιδί και ίσως τα πράγματα να μην είχαν φτάσει εδώ που έφτασαν. Ίσως οι ζωές όλων μας να ήταν καλύτερες.
  Ήρθε λοιπόν η μέρα που βρέθηκα αντιμέτωπος με τον μεγάλο μου φόβο. Η Ζωή μου ανακοίνωσε ότι ήταν ερωτευμένη. Ασυνείδητα το πρόσωπο μου συννέφιασε. Ήξερα ότι κάποτε θα γινόταν, ότι δεν μπορούσα να το αποφεύγω για πάντα αλλά ήλπιζα η στιγμή να αργούσε πολύ. Βλέποντας το σκοτεινιασμένο μου πρόσωπο τρύπωσε στην αγκαλιά μου σαν μωρό παιδί. Με καθησύχασε λέγοντάς μου πως ο Γιώργος, έτσι έλεγαν τον λεγάμενο, ήταν καλό παιδί και δεν υπήρχε λόγος να ανησυχώ.
  Χιλιάδες ερωτήσεις βομβάρδιζαν το μυαλό μου. Που τον είχε γνωρίσει; Πως κατάφερε να κάνει σχέση μαζί του χωρίς εγώ με τον τόσο, τρυφερό μεν, αλλά πολύ ασφυκτικό κλοιό μου δεν κατάλαβα τίποτα; Την είχε σεβαστεί; Αν τολμούσε να την πληγώσει θα…



  Η ήρεμη φωνή της σαν να μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου βιάστηκε να με καθησυχάσει. Ήταν πολύ καλό παιδί, την είχε σεβαστεί, της φερόταν με τον καλύτερο τρόπο και είχε σοβαρό σκοπό γι’ αυτό και ήθελε να με γνωρίσει.   
   Μωρέ εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα, θα με γνώριζε ήθελε δεν ήθελε. Μακάρι γι’ αυτόν να μη χρειαζόταν να με γνωρίσει και από την ανάποδη.
  Ήρθε σπίτι μας το ίδιο βράδυ με μια τεράστια ανθοδέσμη που έκρυβε το πρόσωπο του. Άσχημα αρχίσαμε σκέφτηκα. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι που έκαναν τσιριμόνιες. Όταν κατέβασε τα λουλούδια και τον είδα τα δόντια μου σφίχτηκαν ασυνήθιστα. Κοιτούσε οπουδήποτε αλλού παρά στα μάτια. Ο άντρας ο σωστός, ο καθαρός, κοιτάζει ίσια στα μάτια και η χειραψία του είναι δυνατή και αντρική. Αυτουνού το χέρι ήταν χλιαρό σαν παράλυτο.
  Όταν πια σήκωσε τα μάτια βεβαιώθηκα ότι η αδελφή μου ήταν μακριά νυχτωμένη. Τόσα χρόνια στην νύχτα έμαθα να ξεχωρίζω τους ανθρώπους από το βλέμμα. Αυτός, όσο και να χαμογελούσε, το χαμόγελο δεν έφτανε στα μάτια του. Το βλέμμα του παρέμενε σκοτεινό. Είχα υποσχεθεί στην μικρή να είμαι ευγενικός και ψύχραιμος, μα όσο τον έβλεπα να προσπαθεί να παραστήσει το καλό πλην τίμιο παιδί σταδιακά έχανα την αυτοσυγκράτησή μου. Σε αυτό βέβαια ίσως και να συνέβαλε το ποτό αφού στην προσπάθειά μου να συγκρατηθώ κατέβαζα το ένα ουίσκι πίσω από το άλλο. Από ένα σημείο και μετά δεν άκουγα καν τι έλεγε. Έβλεπα μόνο μπρος μου, μια καρικατούρα που προσπαθούσε να παραστήσει τον άγιο, με μόνο σκοπό να βλάψει ότι αγαπούσα περισσότερο. Δεν άργησε να έρθει η στιγμή που τον άρπαξα από τον λαιμό να τον πετάξω έξω από το σπίτι μου.  
  Τα κλάματα και οι εκκλήσεις της Ζωής έφταναν σαν από άλλο κόσμο τα αυτιά μου. Όσο τον έβλεπα να μην υπολογίζει την οργή μου και να επιμένει στις θέσεις του, τόσο ο αυτοέλεγχος μου χανόταν. Δεν κατάλαβα πότε άρχισα να τον χτυπάω, είχα θολώσει. Τα χέρια μου ανεβοκατέβαιναν μηχανικά. Η παρουσία της Ζωής στάθηκε μόνο ικανή να με συνεφέρει.   
  Μπήκε στη μέση να μας χωρίσει και τα χέρια της, σφιγμένα σε γροθιές ,ανεβοκατέβαιναν στο στήθος μου, ενώ από τα χείλη της ξεπηδούσαν άναρθρες κραυγές χωρίς νόημα. Μπροστά σε αυτό το θέαμα, τα χείλη του τραβήχτηκαν σε ένα ειρωνικό χαμόγελο, γεγονός που πυροδότησε ένα νέο ξέσπασμα οργής από μεριάς μου. Ευτυχώς και για τους δύο μας πρόλαβε να φύγει. Σαν μέσα από όνειρο, άκουγα την Ζωή να μου φωνάζει, πως δεν θα με συγχωρέσει ποτέ, λίγο πριν κλειστεί στο δωμάτιο της, βροντώντας την πόρτα πίσω της.



 Η συμπεριφορά της με πόνεσε. Να φερθεί έτσι σε μένα, που την έβλεπα σαν κάτι ενδιάμεσο σε πριγκίπισσα και την Παναγιά? Σύντομα όμως το ξέχασα. Ήταν ένα αθώο πλάσμα. Ποιος ξέρει με τι ψέματα την είχε φλομώσει αυτός ο αλήτης. Την είχε κάνει να πιστεύει πως ήταν ο πρίγκιπας του παραμυθιού, που θα της χάριζε αγάπες, λουλούδια και μωρά και εγώ φάνηκα το τέρας που της κατέστρεφε το όνειρο. Δεν πειράζει, καλύτερα να με μισούσε λίγο τώρα, παρά να κατέστρεφε την ζωή της με αυτό το απόβρασμα. Με τέτοιες σκέψεις, βαριά καρδιά και πολύ οινόπνευμα στον οργανισμό μου έπεσα για ύπνο.
  Ένα έντονο φως με έβγαλε από έναν ύπνο βαθύ, χωρίς όνειρα. Πρέπει να ήταν περασμένη η ώρα, ίσως και να είχε μεσημεριάσει. Το παράκανα με το ποτό χθες, γι’ αυτό έπεσα σαν βαρίδι. Στο σπίτι επικρατούσε μια παράξενη ησυχία. Ούτε ήχοι από κατσαρόλια, ούτε η μυρωδιά του φαγητού που άλλοτε τέτοια ώρα κόντευε να γίνει. Έκανα να σηκωθώ μα ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος με δυσκόλεψε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Πετάχτηκα γρήγορα πάνω. Η κουζίνα άδεια, το δωμάτιο της άδειο, με μια ντουλάπα ανοιχτή, να χάσκει άδεια και αυτή σαν το χείλος της αβύσσου.
  Όχι δεν μπορεί να είχε φύγει. Άρχισα να ψάχνω το σπίτι σαν μανιασμένος. Λες και υπήρχε περίπτωση να την βρω, κρυμμένη πίσω από κανένα έπιπλο, όπως έκανε παιδί για να με τρομάξει. Τέλος βρήκα το γράμμα. Εκείνο το καταραμένο γράμμα που έδωσε σάρκα και οστά στις μεγαλύτερες μου φοβίες. Λίγες λέξεις μουτζουρωμένες. Πρέπει να έκλαιγε όταν τις έγραφε.
« Στάθηκες για μένα πατέρας, μάνα και αδελφός. Σ’ αγαπάω πάρα πολύ και σε ευχαριστώ για όλα, αλλά αυτός είναι ο άντρας που θέλω να περάσω μαζί του, την υπόλοιπη ζωή μου. Να κάνω οικογένεια, παιδιά και τότε είμαι σίγουρη πως θα καταλάβεις πως ήταν άδικος και ο φόβος και η συμπεριφορά σου. Θα μου λείψεις πολύ. Να προσέχεις τον εαυτό σου. Ζωή.»



  Σαν ξάφνου να έφυγε όλο το αίμα από το σώμα μου και να μαζεύτηκε στα μηνίγγια μου που σφυροκοπούσαν σαν τρελά. Ήμουν σίγουρος πως κάπως έτσι θα την είχε παραμυθιάσει, αλλά ότι θα έφτανε στο σημείο να φύγει μαζί του, όχι αυτό δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου.
  Από εκείνη την μέρα η ζωή μου έγινε εφιάλτης. Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε άλλο. Έψαχνα μονάχα, έψαχνα σαν μανιασμένος να την βρω. Να προλάβω πριν να είναι αργά. Ήμουν σίγουρος πως η πραγματικότητα απείχε πολύ από τα ρομαντικά της όνειρα. Τα είχα δει τα μάτια του και τα μάτια δεν λένε ποτέ ψέματα, δεν κάνουν λάθος.
  Παρότι έκανα ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό και κάτι περισσότερο, δεν κατάφερα τίποτα. Λες και είχε ανοίξει η γη και τους είχε καταπιεί. Πήγαινε πάνω από ένας χρόνος πια και δεν είχα το παραμικρό νέο της. Ήμουν σίγουρος, πως κάτι κακό της είχε συμβεί, αλλιώς θα είχε επικοινωνήσει. Θα μου είχε γράψει, έστω δύο λόγια, για να μην τρελαθώ από την αγωνία. Τίποτα.
  Είχα πια γίνει σκιά του εαυτού μου. Η απουσία της, σε συνδυασμό με την βεβαιότητα, ότι κάτι κακό της είχε συμβεί, με είχε διαλύσει. Κάποτε χρειάστηκε να κατέβω στην Καλαμάτα για μια δουλειά. Το αφεντικό ήθελε να αγοράσει ένα στριπτιτζάδικο και ήθελε να πάω πρώτος εγώ, τάχα σαν πελάτης να δω τι γίνεται.
  Το στριπτιτζάδικο βέβαια ήταν βιτρίνα. Από πίσω κρυβόταν ολόκληρος οίκος ανοχής. Αυτό κυρίως ήθελε να τσεκάρω. Τι κόσμο έχει, τι δυναμική και πάνω από όλα με τι γυναίκες δούλευε. Είχε βλέπεις μια αρχή. Παρότι ήταν και προαγωγός, δε δούλευε ποτέ με ανήλικες και ξένες, που είχαν έρθει παράνομα στη χώρα. Τώρα θες επειδή ακόμα και αυτός είχε τις αρχές του, θες επειδή φοβόταν τα μπλεξίματα, πάντως ήταν νόμος απαράβατος.
  Πήγα με μισή καρδιά μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούσα να αρνηθώ. Έπρεπε να συντηρήσω τον εαυτό μου και να έχω λεφτά για τον ντέντεκτιβ που είχα προσλάβει μπας και καταφέρει ότι δεν κατάφερα εγώ. Στο κάτω- κάτω ήταν εύκολη δουλειά. Θα παρίστανα τον αντιπρόσωπο που πήγε επαγγελματικό ταξίδι για κάνα δύο μέρες και ήθελε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Να πιει τα ποτά του και να διασκεδάσει με μερικά εύκολα θηλυκά τώρα που βρισκόταν μακριά από την γυναίκα του.



  Όταν κυκλοφορείς πολλά χρόνια σε τέτοια μέρη, αρχίζουν να σου μοιάζουν όλα ίδια, όπου και να είναι αυτά. Έκατσα, ήπια τα ποτά μου, είδα αδιάφορα το πρόγραμμα, πασπάτεψα και κάνα δυό χορεύτριες ίσα να δείξω ότι ενδιαφέρομαι, για να κάνω επαφή για τα περαιτέρω. Με έστειλαν σε ένα ξενοδοχείο της κακιάς ώρας εκεί κοντά.
  Έβαλα ένα ποτό ακόμα, παρότι είχα ζαλιστεί, ετοιμάστηκα και περίμενα. Σε λίγο η πόρτα χτύπησε συνθηματικά. Άνοιξα και μπροστά μου είδα μια γυναίκα, όμοια με τις περισσότερες που είχα γνωρίσει σε τέτοια ξενοδοχεία. Πρόστυχη και προκλητική. Βαμμένη σαν ινδιάνος και με ένα πατσουλί που με ζάλιζε περισσότερο από το ποτό. Άρχισε να με προκαλεί.
    Μου έλεγε πως ήθελε να της κάνω ό,τι πιο πρόστυχο, ό,τι πιο αρρωστημένο, μου περνούσε από το μυαλό. Δεν ξέρω αν έφταιγε το ποτό, ο πόνος και η απογοήτευση που βίωνα τόσο καιρό ή η ωμή προστυχιά της. Συνήθως σεβόμουν τις γυναίκες του είδους της. Πήγαινα σε αυτές για την ανάγκη μου και φρόντιζα να την εκπληρώνω, χωρίς να τις παιδεύω ιδιαίτερα. Με αυτήν όμως μου βγήκε μια πρωτόγνωρη σκληρότητα, σχεδόν μίσος. Βάλθηκα λοιπόν να πραγματοποιήσω την επιθυμία της. Όταν τελείωσα μαζί της ήταν ράκος.
  Θέλοντας να της θίξω την περηφάνια της πόρνης, αλλά και να εξακριβώσω αυτό που ήθελε το αφεντικό, της έχωσα στο σουτιέν είκοσι χιλιάρικα που θα μπορούσε να κρατήσει κρυφά από τον νταβατζή της και την ρώτησα αν έχει κανένα τρυφερούδι να μου στείλει που θα άντεχε περισσότερο.
  Χαμογέλασε με τόση συμπάθεια, που προς στιγμήν, με έκανε να μετανιώσω για τον βάναυσο τρόπο που της φέρθηκα. Τα λόγια που ακολούθησαν λίγο μετά όμως με εξόργισαν. «Θα το κανονίσω. Βέβαια μπορεί να μην είναι τόσο συνεργάσιμη. Ξέρεις πως είναι τώρα τα μικρά, ιδίως όταν είναι καινούργια στη δουλειά. Κλαίνε, χτυπιούνται. Εσύ όμως μην δώσεις σημασία. Με εκατό χιλιάρικα μπορείς να την κρατήσεις όλο το βράδυ και να της κάνεις ότι γουστάρεις.»
  Κρατήθηκα με βία να μην την χαστουκίσω. Η ψυχή της ήταν πιο βρόμικη από το κορμί της που κυλιόταν με τον οποιονδήποτε. Σφίχτηκα να χαμογελάσω και της είπα να ακουμπήσει την πόρτα, ώστε να μπορέσει η μικρή να μπει χωρίς να χτυπήσει. Έβαλα ένα ποτό ακόμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω κάτι μαζί της, αν ήταν ανήλικη, αλλά έπρεπε πρώτα να σιγουρευτώ. Το μάτι μου έκοβε. Θα καταλάβαινα με τη μία, αν ήταν όντως ανήλικη ή αν την πλάσαραν έτσι επειδή μικρόδειχνε σε αρρωστημένους, τάχα, μερακλήδες πελάτες. Πήγα στο μπάνιο για ένα ντουζ. Την ώρα που σκουπιζόμουν άκουσα την πόρτα να τρίζει και να κλείνει σιγά. Τύλιξα μια πετσέτα στην μέση μου και βγήκα. Το θέαμα που είδα έκανε το αίμα στις φλέβες μου να παγώσει.



  Η Ζωή. Η δική μου Ζωή ντυμένη και βαμμένη πόρνη. Έρμαιο στα χέρια του κάθε ανώμαλου για εκατό χιλιάρικα. Πάγωσε και εκείνη. Έμεινε στην θέση να με κοιτάει σαν άγαλμα, με κάτι κόρες σαν πιατάκια του καφέ, από την πρέζα που την είχαν ποτίσει, για να αντέξει τον πελάτη, δίχως πολλές διαμαρτυρίες. Για λίγη ώρα κανένας από τους δύο μας δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, λες και ο χρόνος είχε παγώσει. Τίποτα δεν κινιόταν σε εκείνο το άθλιο δωμάτιο. Τίποτα εκτός από τα δάκρυα που έτρεχαν ποταμός στα μάγουλά της. Τέλος έπεσε στην αγκαλιά μου και ξέσπασε σε λυγμούς.
  Μιλούσε ακατάπαυστα. Μπερδεμένα δίνοντας τροφή στους χειρότερους εφιάλτες μου. Είχα δίκιο σε όλα. Ο Πρίγκιπας της ήταν ένα τομάρι πολύ χειρότερο από ότι ακόμα και εγώ ο ίδιος μπορούσα να φανταστώ. Όταν έφυγε μαζί του, της είπε ότι τάχα θα την έφερνε στην Καλαμάτα, να την γνωρίσουν οι δικοί του και να ξεκινήσουν της ετοιμασίες του γάμου.

  Μόλις έφτασαν εδώ την κλείδωσε σε ένα υπόγειο. Για πρώτη φορά γνώρισε τον έρωτα, με έναν μερακλή πελάτη, που ακριβοπλήρωνε για να πάει με παρθένες, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να τις πάρει με το ζόρι. Ακολούθησαν και άλλοι πολλοί. Άλλοι ήπιοι, άλλοι ακόμα πιο αρρωστημένοι. Από ένα σημείο και μετά έχασε τον λογαριασμό και κάθε αίσθηση του χρόνου. Σε αυτό βοηθούσαν και τα ναρκωτικά που την πότιζαν. Σε αυτά δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Την βοηθούσαν να αντέχει.
   Δεν ήθελα να την διακόψω. Είχε τόσο ανάγκη να μιλήσει. Ήταν τόσο καιρό μόνη, με μόνη συντροφιά τον τρόμο, την βρομιά και την ξεφτίλα. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησε, την ρώτησα γιατί δεν προσπάθησε να με ειδοποιήσει. Μου είπε πως αυτό ήταν αδύνατο. Την παρακολουθούσαν στενά. Εκτός αυτού ακόμα και να τα κατάφερνε, δεν είχα ιδέα τι ήταν ικανός να κάνει και σε εκείνη και σε εμένα. Παρά την βρομιά στην οποία είχε κυλιστεί, παρέμενε τόσο αθώα. Λες και μπορούσε εκείνο το τομάρι να μου κάνει τίποτα χειρότερο, από ότι ήδη είχε κάνει.
  Της είπα να τον ειδοποιήσει. Να του πει ότι τάχα ο πελάτης είχε μείνει πολύ ευχαριστημένος και ήθελε να την κρατήσει κοντά του, για τις υπόλοιπες μέρες που θα έμενε και έπρεπε να έρθει, για να τακτοποιήσουν το οικονομικό. Με κοίταξε με δισταγμό. Την παρακάλεσα να μου έχει εμπιστοσύνη. Έκανε ακριβώς ότι της είπα. Έπειτα της ζήτησα να πάει στο μπάνιο, να βγάλει από πάνω της τις μπογιές και
αυτά τα κουρέλια. Δεν άντεχα να την βλέπω έτσι. Της έδωσα να βάλει δικά μου ρούχα. Της είπα να κλειδωθεί μέσα και να μην βγει, παρά όταν θα την φώναζα εγώ. Σε λίγο η πόρτα χτύπησε.



  Του άνοιξα κρυμμένος πίσω της, ίσα να προλάβει να κάνει δύο βήματα, για να του κολλήσω το όπλο με τον σιγαστήρα  στο κεφάλι. Έκλεισα την πόρτα πίσω του και τράβηξα το όπλο του από την ζώνη και το μαχαίρι από την κάλτσα. Τόσα χρόνια στα κόλπα ήξερα καλά τέτοια αποβράσματα. Εκείνος με κοίταζε με τρόμο. Ψέλλιζε κάτι ασυναρτησίες να φερθούμε λογικά, ότι αν ήθελα μπορούσα να πάρω την αδερφή μου και να φύγω, εκείνος δεν θα μας ενοχλούσε ποτέ ξανά. Ήταν σαν όλα αυτά τα ανθρωπάρια. Η μαγκιά του περιοριζόταν σε απροστάτευτες γυναίκες. Τον πυροβόλησα στα πόδια ήθελα να τον δω να γονατίζει. Να παρακαλεί για έλεος, όπως είμαι σίγουρος, ότι θα τον είχε παρακαλέσει και εκείνη και δεκάδες άλλες. Στο μυαλό μου χοροπηδούσαν εικόνες.
   Η Ζωή μωρό, η Ζωή έρμαιο στα χέρια του κάθε ανώμαλου, θόλωσα. Έπεσα πάνω του με λύσσα και άρχισα να τον χτυπάω όπου έβρισκα με γροθιές, κλωτσιές, με το πίσω μέρος του όπλου. Όταν πλέον καταλάγιασε η μανία μου, το κρανίο του είχε διαλυθεί και την θέση του είχε πάρει μια άμορφη μάζα. Τρόμαξα ακόμα και εγώ ο ίδιος, με αυτό που είχα κάνει. Βλέπεις παρά τις βρομοδουλειές, που από τα μικρά μου ήμουν μπλεγμένος, φόνο δεν είχα κάνει ποτέ.
  Η φωνή της από το μπάνιο με έβγαλε από τον λήθαργο. Έπαθε ότι του άξιζε. Αυτός πέθανε μία φορά. Η αδερφή μου πέθαινε καθημερινά σε τέτοια δωμάτια. Τράβηξα τα σκεπάσματα από το κρεβάτι και τα έριξα πάνω του, για να μην αντικρίσει εκείνη το φρικτό θέαμα. Της είπα να ανοίξει. Μόλις με είδε μέσα στα αίματα πάνιασε, Έπειτα κοίταξε πίσω μου και κατάλαβε.
  Μου είπε να μπω στο μπάνιο και να βγάλω τα αίματα από πάνω μου. Η ψυχραιμία της με σόκαρε. Αυτή τη φορά ήταν σειρά μου να υπακούσω. Ξεπλύθηκα και έβαλα καθαρά ρούχα. Την πήρα και φύγαμε. Φτάσαμε νύχτα στην Αθήνα και μπήκαμε στο σπίτι σαν φαντάσματα. Την πήρα μαζί μου στο μπάνιο. Ξήλωσα ένα πλακάκι, αποκαλύπτοντάς  της την κρυψώνα που φύλαγα οικονομίες, που θα έκαναν την ζωή της πιο εύκολη, σε περίπτωση που χρειαζόταν. Δεν ήθελα να μείνει για πάντα μόνη .  
  Μπορεί να μην το έδειχνα, μα και εγώ ήθελα να βρεθεί ένας άνθρωπος σωστός. Να κάνει οικογένεια να… Την πήραν πάλι τα κλάματα. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου, μέχρι να ηρεμήσει και της είπα ότι έπρεπε να φύγουμε. Με ακολούθησε πειθήνια. Την πήγα σε μια κλινική αποτοξίνωσης. Λίγο πριν την αφήσω εκεί, της έδωσα ένα βιβλιάριο, με ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που είχα βγάλει από το πλακάκι. Αφού καθάριζε, να έπαιρνε τα χρήματα και να πήγαινε κάπου μακριά. Κάπου που δεν θα την ήξερε κανείς. Να κάνει μια δουλειά δική της και να ξαναφτιάξει την ζωή της από την αρχή. Με κοίταξε με απορία.



  Με ρώτησε τι θα έκανα εγώ. Της είπα το αυτονόητο. Μόλις έφευγα από εκεί, θα πήγαινα να παραδοθώ στην αστυνομία. Έκανε ότι περνούσε από το χέρι της να με μεταπείσει. Μου πε ότι με είχε ανάγκη, ότι η αστυνομία δεν θα με ανακάλυπτε ποτέ, αφού στο ξενοδοχείο, είχα δώσει, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, ψεύτικο όνομα. Άλλωστε, πόσο θα έψαχνε η αστυνομία, για ένα τέτοιο κατακάθι. Θα το θεωρούσαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών και η υπόθεση σύντομα θα έκλεινε.
  Της χαμογέλασα. Η υπόθεση, για την αστυνομία ,μπορεί να έκλεινε. Εμένα όμως αν δεν έκανα το σωστό θα με κυνηγούσε πάντα. Ο σωστός άντρας πάντα αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του. Παραδόθηκα. Ο αστυνόμος μου είπε, πως παρότι το έγκλημα ήταν ειδεχθές, ήταν σίγουρος, πως όταν θα ερχόταν η ώρα, το δικαστήριο θα με έκρινε με επιείκεια. Είχα πολλά ελαφρυντικά.
  Έτσι μένω εδώ, για πρώτη φορά στην ζωή μου, ήρεμος και γαλήνιος να περιμένω την επιείκεια του δικαστηρίου, που θα με φέρει πιο κοντά στην Ζωή και τον ανιψιό μου. Ναι πριν λίγες εβδομάδες, η Ζωή μου ανακοίνωσε, ότι όταν της έκαναν τις εξετάσεις στο κέντρο, ανακάλυψαν πως ήταν έγκυος και αποφάσισε να το κρατήσει.



  Το δικαστήριο αναγνώρισε στον Τάσο το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως και λαμβάνοντας υπόψη  ότι παραδόθηκε οικειοθελώς, λίγες ώρες μετά το έγκλημα, τον καταδίκασε σε μόλις πέντε χρόνια φυλάκισης με το δικαίωμα μείωσης της ποινής του κατά το ήμισυ στο εφετείο. 
 Η Ζωή αφού ολοκλήρωσε το πρόγραμμα αποτοξίνωσης άλλαξε το επώνυμό της και μετακόμισε σε ένα νησί. Άνοιξε ένα ψιλικατζίδικο, γέννησε και μεγαλώνει ήρεμα το παιδί της. Μαζί περιμένουν την αποφυλάκιση του αδελφού της. Ο ανιψιός του έχει το όνομα του.


Κείμενο: Τζένη Κοσμίδου

Σκηνοθεσία - Φωτογράφηση: Αντώνης Μανδράνης
Ηθοποιοί: Γιώργος Γιαννόπουλος
Φιλολογική επιμέλεια: Μαρία Ζαφείρη
Art Design Ματωμένα Ίχνη: Διονύσης Βεργίνης



Τα Ματωμένα Ίχνη της Τζένης Κοσμίδου προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα τα οποία της ανήκουν. Μπορείτε ελεύθερα να αναδημοσιεύσετε το κείμενο με την προϋπόθεση να υπάρχει ενεργό link της παρούσας δημοσίευσης.



Μία σύγχρονη Μήδεια της Τζένης Κοσμίδου


  
 Πολλοί ρωτούν, τι είναι αγάπη. Στο όνομα αυτής της τόσο μικρής λέξης γίνονται θαύματα και εγκλήματα. Γεννιούνται όνειρα και εφιάλτες. Αν ρωτήσεις εκατό διαφορετικούς ανθρώπους θα πάρεις εκατό διαφορετικές  ερμηνείες. Αν ρωτήσεις εμένα θα σου πω ότι αγάπη είναι το απόλυτο δόσιμο.  Η πλήρης παραίτηση του εγώ για το εσύ, αδιαφορώντας αν αυτό είναι ή θα γίνει ποτέ εμείς. Έτσι την αντιλαμβανόμουν εγώ την αγάπη από παιδί και όταν γνώρισα εκείνον, τον έναν, τον μοναδικό, έτσι αποφάσισα να την βιώσω.
  Μικρή κοπέλα ήμουν όταν τον πρωτοαντίκρισα. Αμάθητη από έρωτα, από την ζωή την ίδια. Όχι, δεν υπερβάλω. Στην ηλικία των δεκατριών και με έναν πατέρα που δεν με άφηνε να κάνω βήμα τι να είχα προλάβει να ζήσω; Τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά ενώ εκείνος δεν μου έριξε ούτε δεύτερη. Από εκείνη την στιγμή ζούσα για εκείνον ενώ εκείνος στοιχηματίζω πως αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη μου. Βλέπεις ερχόταν από την πρωτεύουσα. Εκεί που οι γυναίκες κυκλοφορούν ελεύθερα, γεμάτες φτιασιδώματα. Εγώ άλλο από το σπίτι και τα χωράφια δεν ήξερα και που λεφτά για φτιασιδώματα. Ακόμα όμως και να έβρισκα κάπου τα χρήματα, είμαι σίγουρη, πως ο πατέρας μου θα με έσπαγε στο ξύλο, ακόμα και στην ιδέα κοκκιναδιού στα χείλη μου. Ούτε τη μάνα άφηνε. Έλεγε ότι αυτά ήταν για τις πρόστυχες και αυτός ήθελε να δώσει κορίτσι.  
  Έμπαινε και έβγαινε πια στο σπίτι μας συχνά. Μίλαγε ώρες ατελείωτες με τον πατέρα. Από τα λίγα που μπορούσα να καταλάβω από τις κουβέντες τους ήθελε να τον πείσει να αγοράσει τη γη μας. Ο πατέρας  ήταν ανένδοτος. Βλέπεις αγάπαγε το χώμα περισσότερο και από μένα που ήμουν παιδί του. Από τη μάνα μου σίγουρα. Αυτό στάθηκε αιτία να την χάσουμε. Έγκυος στο δεύτερο παιδί της ήταν όταν την έπιασαν οι πόνοι πρόωρα και τα πόδια της έγιναν κόκκινα από το αίμα. Μάταια παρακάλαγε τον πατέρα να την πάει στο νοσοκομείο στην πρωτεύουσα. Είχε συγκομιδή. Η μόνη υποχώρηση που έκανε ήταν πριν πάει στα κτήματα να περάσει από το σπίτι της μαμής και να της πει ότι η γυναίκα του την χρειαζόταν.
  Ήρθε τρεχάτη η μαμή μα δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει το κακό. Η μάνα είχε μια επιπλοκή που της στοίχισε την ζωή της. Αν με ρωτήσεις τι δεν μπορώ να θυμηθώ. Πως θα μπορούσα άλλωστε; Μια σταλιά παιδάκι ήμουν, μα η λέξη επιπλοκή χαράχθηκε για καλά μέσα μου. Τόσο περίεργη λέξη, τόσο όμορφη και όμως στοίχισε δύο ζωές. Τώρα που το καλοσκέφτομαι ίσως να στοίχισε και τρείς. Ίσως αν δεν ήταν αυτή να ήταν και η δική μου ζωή διαφορετική. Ήθελα τόσο ένα αδελφάκι. Δεν με ένοιαζε αν θα ήταν αγόρι ή κορίτσι. Μου έφτανε που θα είχα μια παρέα, μα δεν ήταν αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός που σημάδεψε τη ζωή μου, όσο ο χαμός της μάνας.
  Η γλυκύτητα και η καλοσύνη της ήταν το αντίβαρο στην σκληρότητα και την καταπίεση του πατέρα. Όταν εκείνος βάραγε εκείνη χάιδευε. Όταν εκείνος με κυνηγούσε, εκείνη ήταν το πιο ασφαλές καταφύγιο. Μιλάω κυριολεκτικά. Δεν ήταν βλέπεις λίγες οι φορές που είχε φάει ξύλο εκείνη αντί για μένα. Όταν την έχασα, έχασα τα πάντα. Έμεινα μόνη και απροστάτευτη στον άγριο κόσμο του πατέρα. Έναν κόσμο γεμάτο κανόνες, φοβέρα, δουλειά, ξύλο και ταπεινώσεις. Μόνη μου παρηγοριά η ανάμνηση από τα παραμύθια που μου έλεγε εκείνη, με τον γαλάζιο πρίγκιπα που θα ερχόταν να με σώσει. Μόλις αντίκρισα τις μαύρες θάλασσες των ματιών του ήμουν σίγουρη ότι ήταν εκείνος.
  Έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου για να με προσέξει. Όταν ερχόταν σπίτι να μιλήσει με τον πατέρα, φρόντιζα πάντα να τον περιποιούμαι και να επιδεικνύω την νοικοκυροσύνη μου. Προσπαθούσα να είμαι όσο το δυνατόν πιο όμορφη. Μια φορά το παράκανα τόσο που μέχρι και ο πατέρας κάτι κατάλαβε και έγινε έξω φρενών.



  Εκείνη την ημέρα σαν να μην έφτανε η περιποιητικότητα και η συνεχής επίδειξη νοικοκυροσύνης που έκανα κάθε φορά, είχα βάλει και τα Κυριακάτικα ρούχα που φόραγα στην εκκλησία. Τα χαρακτηριστικά του πατέρα είχαν αλλοιωθεί από την οργή, χωρίς τότε να μπορώ να καταλάβω το γιατί. Έδιωξε με μια πρόχειρη δικαιολογία τον ξένο και πριν προλάβει να κλείσει η πόρτα με πέταξε στο πάτωμα και άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Ακόμα θυμάμαι τις πρόστυχες λέξεις με τις οποίες με έλουζε, ενώ οι μπότες και οι γροθιές του έπεφταν με φόρα πάνω μου.  «Ακόμα δεν έσκασες από το αυγό μου θέλεις και κόκορα! Πρόστυχη! Ξεφτιλισμένη!» και αυτά ήταν τα πιο ανώδυνα. Μπορεί και να με είχε σκοτώσει αν από τις φωνές μου δεν ερχόταν η Κατερίνα.
  Η Κατερίνα ήταν η κόρη του γείτονα μας. Μην φανταστείς καμιά μεγάλη γυναίκα, θα ήταν δεν θα ήταν δεκαέξι το πολύ δεκαεπτά. Ο πατέρας της πρέπει να ήταν πολύ πιο ελαστικός από τον δικό μου, αφού την άφηνε να μιλά στον πατέρα στον ενικό. Εγώ αν τόλμαγα να μιλήσω σε μεγάλο στον ενικό, ούτε μπορώ να φανταστώ τι με περίμενε. Εκείνη την μέρα την έβλεπα σαν τον καλό μου άγγελο. Ήρθε με γλίτωσε από τα χέρια του και μου πε να φύγω για λίγο μέχρι να ηρεμήσει. Χωρίς να ξέρω που να πάω το έβαλα στα πόδια και η Κατερίνα έμεινε πίσω.
  Όταν γύρισα ο πατέρας μου ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν είχε ίχνος θυμού πάνω του, ίσα - ίσα έδωσε χρήματα στην Κατερίνα και της είπε να με πάει να ψωνίσω δύο καινούργια φουστάνια και ένα ζευγάρι παπούτσια. Έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαζή. Από τότε που πέθανε η μάνα γυρνούσα με κουρέλια και αποφόρια άλλων. Δεν ήταν ότι δεν είχε χρήματα, άλλα όπως έλεγε συνήθως, το θεωρούσε πεταμένα λεφτά. Ότι είχε και δεν είχε το επένδυε στην γη.
  Πήραμε το λεωφορείο για να κατέβουμε στην αγορά. Μπορεί να φαίνεται χαζό, αλλά με μιας είχα ξεχάσει και το ξύλο και τις βρισιές. Όλα φάνταζαν μαγικά. Στη διαδρομή γίναμε φίλες με την Κατερίνα. Τόσο που της μίλησα και για εκείνον. Στην αρχή δεν ήθελα φοβόμουν και ντρεπόμουν πολύ αλλά εκείνη που απ’ ότι είπε το είχε καταλάβει, με ενθάρρυνε και σιγά - σιγά ανοίχτηκα και της τα είπα όλα. Όχι μόνο πήραμε τα φορέματα και τα παπούτσια αλλά πήγαμε και μου έκοψαν και τα μαλλιά. Ύστερα με πήρε σπίτι της για να ολοκληρώσει την μεταμόρφωσή μου.
   Μου αραίωσε τα φρύδια, ώστε όπως είπε να φαίνονται τα μάτια μου που χανόντουσαν κάτω από τόσες τρίχες και μου ξύρισε τα πόδια και τις μασχάλες. Για αυτά τα τελευταία είχα πολλές αντιρρήσεις. Φοβόμουν βλέπεις την αντίδραση του πατέρα. Εκείνη όμως με καθησύχασε, λέγοντας πως ο πατέρας είχε δώσει την άδεια του για όλα αυτά. Λίγο πριν ξεκινήσουμε για το σπίτι μου έβαλε στην τσέπη το πρώτο μου κοκκινάδι. Έμεινα να την κοιτάζω άναυδη. Ήταν αδύνατο ο πατέρας να είχε συμφωνήσει και γι’ αυτό και όμως είχε.
  Ήταν η μέρα των εκπλήξεων αφού όταν μπήκαμε στο σπίτι ο πατέρας δεν ήταν μόνος. Στη μέση του δωματίου στεκόταν εκείνος. Μόλις μπήκαμε στο σπίτι για πρώτη φορά τα μάτια του στάθηκαν πάνω μου. Επιτέλους με είχε δει! Αυτό το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα άξιζε ακόμα και να με σκοτώσει ο πατέρας. Σχεδόν δεν ανέπνεα. Από τη μία η συγκίνηση και το χτυποκάρδι από την άλλη ο φόβος για την καταιγίδα που ήμουν σίγουρη ότι από λεπτό σε λεπτό θα ξεσπούσε. Αντί της καταιγίδας με χτύπησε κεραυνός.
  Ο πατέρας όχι μόνο δεν έγινε έξαλλος αλλά έφυγε για να βοηθήσει την Κατερίνα σε κάποιες δουλειές, για να την ευχαριστήσει, όπως είπε, για όσα έκανε για μένα. Είχα μείνει να τον κοιτάζω αποσβολωμένη όταν φεύγοντας τον άκουσα ,σαν από όνειρο, να μου λέει να περιποιηθώ τον Ηλία μέχρι να γυρίσει. Ώστε Ηλία τον έλεγαν και επιτέλους με είχε προσέξει και ο πατέρας όχι μόνο δεν είχε θυμώσει αλλά με άφηνε μόνη μαζί του, να του κρατήσω συντροφιά και να τον περιποιηθώ.
  Όλα έπειτα έγιναν αυτόματα, κάτω από ένα το μαγικό πέπλο, που έκανε τα πάντα να φαντάζουν παραμυθένια. Η φωνή του ηχούσε σαν μελωδία στα αυτιά μου. Μου ζήτησε έναν καφέ. Τα πόδια μου σχεδόν δεν πατούσαν στην γη. Όταν του τον πήγα άπλωσε το χέρι του να τον πάρει και τα δάχτυλα του άγγιξαν φευγαλέα τα δικά μου. Η ταραχή μου ήταν τόση, που ο καφές κατέληξε στο πάτωμα. Τραύλισα με το ζόρι ένα συγνώμη και έσκυψα να μαζέψω τα γυαλιά, με μάτια έτοιμα να τρέξουν. Τα είχα κάνει θάλασσα. Έσκυψε και εκείνος μαζί μου. Με καθησύχασε με λόγια τρυφερά. Πήρε τα γυαλιά, από τα χέρια μου, για να μην κοπώ και τότε ξέσπασα σε κλάματα στην αγκαλιά του. Αν με ρωτήσεις το γιατί ακόμα και τόσα χρόνια μετά δεν θα ξέρω τι να σου απαντήσω. Τα ρουθούνια μου είχαν γεμίσει από την μυρωδιά του. Ήμουν σίγουρη ότι δεν υπήρχε μεγαλύτερη ευτυχία, από αυτή, που βίωνα εκείνη την στιγμή. Διαψεύστηκα λίγες στιγμές μετά, όταν τα χείλη του σφάλισαν τα δικά μου. Κάπως έτσι άρχισε το όνειρο. Βρισκόμασταν κάθε μέρα, στα κρυφά, για να ανταλλάξουμε φιλιά και ερωτόλογα. Ζούσα την απόλυτη ευτυχία. Μονάχα στην Κατερίνα είχα εμπιστευτεί το μυστικό μου. Χρειαζόμουν ένα σύμμαχο για να καταφέρνω να το σκάω κάθε μέρα από το σπίτι και να συναντώ τον Ηλία. Εκείνη ήταν που βρήκε και την λύση στο πρόβλημά μου.




  Γιατί να βλέπω τον Ηλία λίγες στιγμές κλεφτά όταν μπορώ να ζω μαζί του; Γιατί να μην τον παντρευτώ; Η ιδέα του να γίνω γυναίκα του ξεπερνούσε για μένα κάθε φαντασία. Μου το είχε προτείνει και ο ίδιος, αλλά πώς να πω στον πατέρα μου ότι, σε αυτή την ηλικία, ήθελα γάμο; Σίγουρα είχε αλλάξει πολύ τον τελευταίο καιρό, αλλά κάτι τέτοιο θα τον έκανε σίγουρα έξαλλο. Τότε η Κατερίνα μου πρότεινε το ίδιο που μου χε προτείνει ο Ηλίας. Να τον φέρουμε προ τετελεσμένου γεγονότος. Αν άφηνα τον Ηλία να με κάνει γυναίκα του πριν παντρευτούμε, ο πατέρας μετά δεν θα είχε άλλη επιλογή.
   Ομολογώ πως την πρώτη φορά που το άκουσα έγινα έξαλλη και για πρώτη φορά τον αποπήρα. Η ιδέα της σημαντικότητας της παρθενίας βλέπεις, ήταν βαθιά ριζωμένη μέσα μου τόσο από τον πατέρα, όσο και από όλο το χωριό. Όταν όμως μου πρότεινε και η Κατερίνα το ίδιο πράγμα, το ξανασκέφτηκα. Για να με συμβουλεύουν το ίδιο, οι δύο άνθρωποι που με αγαπούσαν τόσο, δεν μπορεί παρά να ήταν το σωστό. Έτσι άφησα τον Ηλία να με κάνει δική του.
  Φανταζόμουν αυτή την πράξη ως κάτι πολύ όμορφο και η αλήθεια είναι ότι απογοητεύτηκα λίγο. Η αλήθεια δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είχα πλάσει στην φαντασία μου. Όλα έγιναν για πρώτη φορά σε ένα χωράφι. Όπως καθόμασταν, ο Ηλίας με έσπρωξε πίσω και ξάπλωσε από πάνω μου.
  Ο έντονος πόνος που ένιωσα  και το βάρος του να με πιέζει λες και ήθελε να με σκάσει δεν είχε τίποτα το ρομαντικό, μα έσφιξα τα δόντια και έκανα υπομονή. Αν αυτός ήταν ο τρόπος για να γίνω γυναίκα του και να ζω μαζί του, θα τον υπέμεινα όσες φορές και αν χρειαζόταν.
Αργότερα, όταν το συζήτησα με την Κατερίνα μου είπε, πως μετά από μερικές φορές ο πόνος δεν θα είναι ο ίδιος, αλλά και να ήταν, έπρεπε να κάνω υπομονή. Όπως μου εξήγησε, ο έρωτας ήταν το αντίτιμο που όφειλε να δίνει μια γυναίκα στον άντρα για να την παντρευτεί και να της κάνει παιδί. Έτσι έκανα υπομονή.
  Δεν είχαν περάσει ούτε λίγες μέρες, όταν μας έπιασε επ’ αυτοφώρω ο πατέρας μέσα στο αγροτικό του Ηλία. Ευτυχώς που βρέθηκε εκεί κοντά η Κατερίνα, αλλιώς, πάνω στον θυμό του, τον είχα ικανό να μας σκοτώσει και τους δυό. Τελικά αυτή η κοπέλα ήταν σίγουρα ο καλός μου άγγελος. Αφού ησύχασε τα πνεύματα είπε, στον Ηλία, να περάσει το βράδυ από το σπίτι, που θα είχε ηρεμήσει ο πατέρας, για να συζητήσουν τα του γάμου, αφού όπως είχαν έρθει τα πράγματα άλλη λύση δεν υπήρχε.
  Με καθησύχασε και με πήρε σπίτι της για να με ετοιμάσει. Όταν τελείωσε και είδα το είδωλο μου στον καθρέφτη δεν πίστευα στα μάτια μου. Πρώτη φορά ήμουν τόσο όμορφη. Όταν πήγαμε σπίτι ο πατέρας ήταν ήρεμος. Λίγο αργότερα ήρθε και ο Ηλίας. Συμφώνησαν να παντρευτούμε δύο Κυριακές μετά.
  Πριν προλάβω να το καταλάβω η ευλογημένη μέρα είχε φτάσει. Αυτή η τόσο ξεχωριστή μέρα για την ζωή κάθε γυναίκας. Φάνταζαν όλα μαγικά. Το νυφικό, η εκκλησία, τα λόγια του παπά. Οι πρώτες μέρες κύλησαν όμορφα και ήρεμα. Απολάμβανα την καινούργια μου ζωή. Το καινούργιο μου σπίτι και την χαρά του να ζω με τον πρίγκιπα των ονείρων μου. Οι φωνές, οι βρισιές και οι κακουχίες που αποτελούσαν καθημερινότητα στο πατρικό μου, φάνταζαν πια παρελθόν. Δυστυχώς, όπως είχα ακούσει την μάνα μου να λέει κάποτε, όλα τα καλά είναι καταδικασμένα να κρατούν λίγο.



  Ήταν πάλι Κυριακή μόλις μια εβδομάδα μετά τον γάμο, όταν μετά από πρόσκληση του Ηλία, ο πατέρας ήρθε στο σπίτι για φαγητό. Άρχισαν να συζητούν πάλι για τα κτήματα, που είχαν σταθεί αφορμή να τον γνωρίσω, και μέσα σε λίγα λεπτά η συζήτηση μετατράπηκε σε καυγά. Ο Ηλίας απαιτούσε ο πατέρας να του γράψει τα κτήματα, αφού όπως του είχε πει όταν του είχε προτείνει να τα αγοράσει, ήταν προίκα μου.
Ο πατέρας πάλι με ψυχρή φωνή του απάντησε, πως όταν έκαναν αυτή τη συζήτηση, δεν φανταζόταν ότι θα παντρευόμουν τόσο σύντομα.
  Τα είχα κυριολεκτικά χαμένα. Αυτόν τον Ηλία, τον σκληρό, τον απόλυτο, δεν τον ήξερα. Δεν φανταζόμουν καν ότι υπήρχε. Ο πατέρας του έκανε ξεκάθαρο, πως η συμπεριφορά του, απέναντι στον ίδιο και στο σπίτι του ήταν ανέντιμη. Τον κατηγόρησε ότι εκμεταλλεύτηκε την απειρία και την ανοησία μου μόνο και μόνο για να βάλει στο χέρι τα κτήματα και τότε ο Ηλίας του αντιγύρισε ότι και εκείνος, με την σειρά του, χρησιμοποίησε τα κτήματα, για να με ξεφορτωθεί εκείνος και να με φορτωθεί αυτός. Δεν άντεχα να ακούσω άλλο. Αυτό ήμουν λοιπόν και για τους δύο; Ένα βάρος; Έφυγα κλαίγοντας για την κρεβατοκάμαρά μου.  Κανείς από τους δύο  δεν έδειξε, όμως, να το προσέχει.
  Πρέπει να είχε περάσει πάνω από μια ώρα όταν τελικά άνοιξε η πόρτα. Στο κατώφλι της στεκόταν ένας Ηλίας αγνώριστος. Άγριος και σκληρός. Χωρίς να πει τίποτα, έπεσε πάνω μου σαν ζώο, κάνοντάς  με δική του με τον πιο πρόστυχο και βάναυσο τρόπο. Λες και προσπαθούσε να ξεσπάσει την απογοήτευσή του πάνω στο κορμί μου. Λες και υπεύθυνη γι’ αυτήν ήμουν εγώ. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβανόταν για μέρες, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί, ώσπου αποφάσισα να μοιραστώ το πρόβλημα μου με την Κατερίνα.
  Εκείνη τότε με συμβούλεψε να υποκύπτω, αδιαμαρτύρητα στις ορέξεις του, γιατί όλα θα άλλαζαν μόλις έμενα έγκυος. Ώστε αυτό επεδίωκε λοιπόν; Αυτή η συνειδητοποίηση γέμισε και πάλι την ψυχή μου χαρά, μόνο που δεν μπορούσα να καταλάβω, γιατί έπρεπε να επιδιώκει κάτι τόσο όμορφο, με τόσο βάναυσο τρόπο. Η Κατερίνα τότε μου είπε, πως η γυναίκα πρέπει να υπακούει τον άντρα της και να συμμορφώνεται στις επιθυμίες του, άσχετα με το αν μπορεί να τις κατανοήσει. Έτσι και έκανα, ώσπου ήρθε η ευλογημένη στιγμή, που μάθαμε ότι είμαι έγκυος. Η χαρά μου δεν περιγραφόταν. Η στάση του Ηλία  άλλαξε με μιας.
   Έγινε πάλι γλυκός και τρυφερός και έπαψε να με κάνει δική του, από φόβο, μην βλάψει το παιδί μας. Καλέσαμε τον πατέρα για φαγητό για να του ανακοινώσουμε τα νέα. Ήρθε μαζί με την Κατερίνα και ας μην την είχαμε καλέσει. Ο Ηλίας την κοίταζε, καθώς πέρναγε το κατώφλι μας στο πλευρό του πατέρα, με απορία. Εγώ δεν απορούσα καθόλου. Προφανώς ο πατέρας ήθελε να την ευχαριστήσει, με αυτόν τον τρόπο, για όσα είχε κάνει για μένα.
   Στο τραπέζι τους ανακοινώσαμε το ευτυχές γεγονός. Έδειξαν να χαίρονται πολύ. Τότε ο πατέρας είπε κάτι που στα αυτιά μου φάνταζε εντελώς αδιανόητο. Μας είπε ότι είχε και εκείνος κάτι ευχάριστο να μας ανακοινώσει. Την ερχόμενη Κυριακή θα παντρευόταν την Κατερίνα. Στο άκουσμα της είδησης ο Ηλίας συννέφιασε, αλλά το σοκ μου ήταν τόσο μεγάλο, που ήταν αδύνατο να ασχοληθώ μαζί του. Η Κατερίνα ήταν μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερη από εμένα, ενώ τα μαλλιά του πατέρα ήταν ψαρά. Είχε ζήσει από κοντά τον βίαιο και απότομο χαρακτήρα του. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν να θέλει να περάσει την ζωή της μαζί του;
  Όταν πήγαμε στην κουζίνα, να φέρουμε το γλυκό, της είπα όλα όσα είχα στο μυαλό μου. Εκείνη με καθησύχασε λέγοντας μου, πως σε εκείνην ο πατέρας φερόταν αλλιώτικα. Άλλωστε για αυτό τον είχε ερωτευτεί. Από την στιγμή που εκείνη το ήθελε, εμένα μου περίσσευε. Μου άρεσε που θα γινόμασταν και επισήμως οικογένεια. Άλλωστε ήταν πάντα η καλή μου νεράιδα. Σήμερα γελάω με πικρία, όταν θυμάμαι, πόσο ευκολόπιστη έχω υπάρξει στην ζωή μου. Το κατάλαβα λίγους μήνες μετά.
  Γέννησα ένα όμορφο κοριτσάκι και λίγο μετά η Κατερίνα έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι. Όλο αυτό τον καιρό ο Ηλίας ήταν λιγομίλητος και σκυθρωπός, μα πάντα ευγενικός και περιποιητικός. Μέχρι εκείνη την ημέρα. Κυριακή πάλι. Λες και είχε βάλει ο θεός σημάδι μια Κυριακή να φέρνει μόνιμα τα πάνω κάτω στην ζωή μου.
  Μπήκε στο σπίτι σε έξαλλη κατάσταση. Άδικα τον παρακαλούσα να μην φωνάζει για να μην ξυπνήσει το μωρό. Αδιαφορούσε, τόσο για τον φόβο που προκαλούσε στην κόρη μας, όσο και για τον πόνο που προκάλεσε, λίγο αργότερα, σε μένα με τα πικρά του λόγια.  Όλα είχαν γίνει για τα κτήματα. Μονάχα αυτά ήθελε από την αρχή. Εγώ ήμουν αναγκαίο κακό. Ένα βάρος που έπρεπε να επωμιστεί. Βάρος ήμουν και για τον πατέρα μου, που έστησε ολόκληρη πλεκτάνη, με την Κατερίνα, για να με ξεφορτωθούν και να κάνουν την ζωή τους. Με δάκρυα στα μάτια τον ρώτησα, γιατί ήθελε να κάνουμε παιδί, αφού ήταν έτσι. Τότε με πληροφόρησε, ότι αδιαφορούσε, τόσο για το παιδί, όσο και για μένα. Μόνο τα κτήματα τον ένοιαζαν. Το παιδί το έκανε, μόνο και μόνο, γιατί ο πατέρας είχε πει, πως θα του μεταβίβαζε τα κτήματα, αφού  κάναμε παιδί ,μα και αυτό δεν ήταν παρά άλλο ένα τέχνασμα, για να τον δέσει μαζί μου. Σήμερα τον πληροφόρησε πως τα κτήματα θα τα κράταγε για τον καινούργιο του γιο, που θα είχε και το όνομα του και με αυτά τα λόγια βρόντηξε την πόρτα πίσω του και έφυγε φουρκισμένος.



  Με το παιδί στην αγκαλιά έφτασα κλαίγοντας στο πατρικό μου, θέλοντας να μάθω την αλήθεια. Ο πατέρας έλειπε. Με υποδέχτηκε μια Κατερίνα αγνώριστη. Παγερή. Μου είπε πως εγώ είχα φτιάξει την ζωή μου και το σπίτι μου, άρα ο πατέρας μου πλέον είχε υποχρεώσεις μονάχα απέναντι στον γιό που είχε κάνει μαζί της. Σχεδόν με εδίωξε. Από τότε δεν ξανάδα από κοντά ούτε αυτήν, ούτε τον πατέρα και τον αδελφό μου. Μια δυό φορές, που προσπάθησα, δεν μου άνοιξαν καν την πόρτα. Όσο για τον Ηλία, η ζωή δίπλα του, από όνειρο, μετατράπηκε σε εφιάλτη.
  Δεν έχανε ευκαιρία να με ταπεινώσει και να μου χτυπήσει πως τον ξεγελάσαμε οικογενειακώς για να με φορτωθεί. Με απατούσε με ότι θηλυκό φορούσε φούστα και δεν έκανε καν τον κόπο να το κρύψει. Αφιέρωσα όλη μου την ζωή στην κόρη μας και στο να φροντίζω το σπίτι, έχοντας την χαζή ελπίδα, πως κάπως έτσι θα κατάφερνα να τον κάνω να με αγαπήσει και να ξαναγίνει πάλι ο άντρας, με τα τρυφερά λόγια και την μελωδική φωνή, που είχα αγαπήσει. Μπορεί να ακούγεται άρρωστο, αλλά τον αγαπούσα ακόμα. Ακόμα και όταν μεθυσμένος έφερνε τις ερωμένες του στο σπίτι και εγώ κρυβόμουν, μαζί με την μικρή, στο δωμάτιο της, για να μην ακούμε τα βογκητά τους, δεν έπαυα ούτε στιγμή να τον αγαπώ.
  Έτσι πέρασαν όλα τα νιάτα μου με τον πόνο και την δυστυχία να αυλακώνουν πρόωρα το πρόσωπο μου, χωρίς όμως να ναι ικανά να σβήσουν, έστω και στο ελάχιστο, την αγάπη μου για εκείνον. Η κόρη μας πια είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα. Όμορφη μα λιγομίλητη και σχεδόν πάντα μελαγχολική. Η στάση της μου έκανε φοβερή εντύπωση. Άσχετα με το πώς φερόταν σε εμένα ο Ηλίας σε εκείνη φερόταν τρυφερά. Ήταν, όπως συνήθιζε να λέει, η πριγκίπισσά του και δεν της χαλούσε κανένα χατίρι.
  Ακόμα και στο θέμα του γάμου δεν την είχε πιέσει. Η Άννα μου ούτε να ακούσει ήθελε για γάμο και ας έκλεινε σε λίγο τα τριάντα πέντε. Θα μου πεις, βλέποντας την συμπεριφορά του πατέρα της απέναντι μου, πώς να θέλει. Πονούσε η ψυχή μου όμως, να ακούω το χωριό να την λέει γεροντοκόρη. Θα μπορούσαμε βέβαια να της βρούμε ένα γαμπρό από μακριά, που να μην ξέρει τα χρόνια της, έδειχνε άλλωστε πολύ μικρότερη. Δεν ήθελε ούτε να το ακούσει και τα περιθώρια στένευαν πια, αφού ήταν θέμα ήδη, αν θα μπορούσε να κάνει παιδί. Δυστυχώς διέψευσε τους φόβους μου με τον χειρότερο τρόπο.
  Ένα μεσημέρι μου είπε πως ήταν έγκυος. Χάρηκα αφάνταστα. Τι και αν είχε βιαστεί και είχε μείνει έγκυος πριν τον γάμο; Άλλωστε και εγώ το ίδιο δεν είχα κάνει; Την ρώτησα ποιος ήταν ο πατέρας και πότε θα ερχόταν να την ζητήσει, για να πάρω μια απάντηση, που έκανε το αίμα μου να παγώσει. Δεν είχε σημασία ποιος ήταν ο πατέρας, γιατί δεν σκόπευε να τον παντρευτεί. Θα κρατούσε το παιδί μόνη της. Με έπιασε υστερία. Κάτι τέτοιο ήταν ανήκουστο για την μικρή μας κοινωνία, αλλά αφού είχε την σύμφωνη γνώμη του πατέρα της η δική μου περίσσευε.  
  Άλλωστε πήγαινε πολύ καιρός από την τελευταία φορά που η Άννα μου είχε δώσει σημασία. Δεν είχα καταλάβει πότε, το μικρό και τρυφερό μου κοριτσάκι, είχε μεταμορφωθεί σε μια παγερή γυναίκα που με αντιμετώπιζε με απάθεια πολλές φορές και με εχθρότητα, λες και της είχα κάνει κάποιο κακό που αγνοούσα. Με τα χρόνια κατέληξα στο συμπέρασμα, πως σίγουρα είχα κάποιο ελάττωμα που δεν μπορούσα να αντιληφθώ. Κάτι που έκανε όλους τους ανθρώπους που είχα αγαπήσει, να με αντιπαθούν και να με βλέπουν εχθρικά.
  Οι μήνες πέρασαν γοργά και η Άννα μου έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Χαλάλι οι ατέλειωτοι καυγάδες μας, στην προσπάθεια μου να την πείσω να μου αποκαλύψει το όνομα του πατέρα, για να τον αναγκάσουμε να την παντρευτεί. Χαλάλι και τα κουτσομπολιά του χωριού που μήνες τώρα έδιναν και έπαιρναν. Αυτό το μικρό αγγελούδι άξιζε τα πάντα.
   Ο ερχομός  του γέννησε στο στήθος μου την ελπίδα, που για χρόνια είχα χάσει. Αυτό το πλάσμα θα το μάθαινα να μ’ αγαπάει.  Τόσο, όσο δεν με αγάπησε ο πατέρας μου, ό άντρας μου, που συνέχιζα να λατρεύω παρά την άθλια ζωή που μου πρόσφερε και η Άννα μου, που την έβγαλα μέσα από τα σπλάχνα μου. Δεν ξεκολλούσα από δίπλα του τόσο που καλά -καλά ούτε την Άννα που ήταν μητέρα του δεν άφηνα να το αγγίξει. Αυτό στάθηκε και αιτία για εκείνο τον φοβερό καυγά που έμελλε να στοιχίσει τόσο σε όλους μας.
  Η μικρή πεινούσε, της ετοίμασα το γάλα της και πήγα να την ταΐσω, όταν η Άννα μου πέταξε το μπουκάλι από τα χέρια, ουρλιάζοντας ότι είμαι μια υποκρίτρια. Είχα συνηθίσει τα ξεσπάσματά της και χωρίς να δώσω μεγάλη σημασία μάζεψα τα γυαλιά και πήγα να ετοιμάσω καινούργιο γάλα. Με ακολούθησε συνεχίζοντας να ουρλιάζει σαν μανιασμένη μαινάδα, λούζοντάς με, με παράλογες βρισιές και κατηγορίες. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν μου πε ότι δεν αγαπούσα το παιδί. Ο μόνος λόγος που το φρόντιζα, ήταν για να το χρησιμοποιήσω όπως έκανα και με εκείνη. Ε αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Την είπα αχάριστη και απαίτησα να μου πει πότε την χρησιμοποίησα, που είχε φτάσει τόσο χρονών και δεν την είχα αφήσει να πιάσει ένα πράγμα από δω και να το πάει εκεί. Έχοντας χάσει κάθε έλεγχο, της είπα ότι ήταν η τελευταία που θα μπορούσε να κρίνει την στάση μου, ως μάνα, αφού εγώ τουλάχιστον δεν της είχα στερήσει τον πατέρα. Μετάνιωσα για τα λόγια μου, την ίδια στιγμή, που τα ξεστόμιζα. Άσχετα με τον τρόπο που μου συμπεριφερόταν, ήταν παιδί μου και την αγαπούσα. Το τελευταίο που ήθελα ήταν να την πληγώσω. Στην λέξη πατέρας η Άννα ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο.



  Επαναλάμβανε συνέχεια τη λέξη πατέρας  και το γέλιο της ήταν αληθινά τρομαχτικό. Αφού ξέσπασε με κοίταξε με τόση κακία, που χωρίς να το καταλάβω, τα μάτια μου βούρκωσαν. Γέλασε πάλι, με πικρία αυτή τη φορά και έπειτα μου είπε σαν να με έφτυνε καταπρόσωπο.
«Ωραίο πατέρα μου διάλεξες αλήθεια! Σου αξίζουν συγχαρητήρια!» Βουρκωμένη της είπα ότι άσχετα με το πώς φερόταν σε εμένα, εκείνης της είχε προσφέρει τα πάντα. Ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια, ελευθερία… Μα πριν προλάβω να ολοκληρώσω την φράση μου την άκουσα να συμπληρώνει. «Και γεμάτα βράδια».
Την κοίταξα με απορία. Μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τι εννοούσε. Η στάση μου την εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο.
  «Σταμάτα να με κοιτάς με αυτό το ηλίθιο βλέμμα! Τι θέλεις; Να με πείσεις ότι τόσα χρόνια δεν έχεις καταλάβει τίποτα;»
Συνέχιζα να την κοιτάζω, γιατί πραγματικά, ούτε τόσα χρόνια, ούτε εκείνη την στιγμή μπορούσα να καταλάβω, τι ήταν αυτό που εννοούσε.
  «Άδικα προσπαθείς! Δεν με πείθεις πια! Είμαι σίγουρη ότι καιρό τώρα τα ξέρεις όλα! Ίσως να το ήξερες και από την αρχή και να μην μίλαγες γιατί σε βόλευε!»
«Με βόλευε τι Άννα; Επιτέλους μίλα ξεκάθαρα!»
«Σε βόλευε να πηδάει εμένα ο άντρας σου, ώστε να μην φορτώνεται σε εσένα, αλλά να μην κουβαλάει και ξένες τσούλες και τον τυλίξει καμιά και χάσεις τον πρίγκιπά σου!» Αυτό που μόλις είχα ακούσει ,δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου. Είχα καταλάβει ότι η κόρη μου με αντιπαθούσε, αλλά να φτάσει στο σημείο να λέει τέτοια φρικτά ψέματα, για τον ίδιο της τον πατέρα ήταν άρρωστο. Ο Ηλίας μπορεί να ήταν ότι ήταν, αλλά δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα στο ίδιο του το αίμα.
«Παιδί μου τι αρρωστημένα ψέματα είναι αυτά που λες; Με μισείς τόσο πολύ που προκειμένου να με πληγώσεις, δε διστάζεις να…»
«Ψέματα; Είναι δυνατόν να είσαι τελικά τόσο ηλίθια, ώστε να μην έχεις καταλάβει τίποτα, τόσο καιρό; Γιατί ο άντρας σου έπαψε να φέρνει ερωμένες στο σπίτι αφού μεγάλωσα; Γιατί δεν με πίεσε ποτέ να παντρευτώ; Γιατί δεν επέμεινε να μάθει ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού μου; Γιατί τον ήξερε! Γιατί το παιδί είναι δικό του!»
  Είπε και άλλα πολλά μα εγώ είχα πάψει από ώρα να ακούω. Τα αυτιά μου βούιζαν , τα μάτια μου είχε θολώσει και το μυαλό μου γύριζε. Μέσα σε μια στιγμή όλη η τεράστια αγάπη που είχα για τον Ηλία, όλα αυτά τα χρόνια, μετατράπηκε σε μίσος. Άσβηστο. Αβυσσαλέο. Είχα ανεχτεί τα πάντα χωρίς να πάψω να τον αγαπώ, ούτε στο ελάχιστο. Φρόντιζα να του βρίσκω δικαιολογίες. Πίστευα πως κατά βάθος ήταν ένας καλός άνθρωπος που απλά είχε χάσει τον δρόμο του, να όμως που αποδεικνυόταν ένα δίποδο, αρρωστημένο τέρας.  Ένα ελεεινό υποκείμενο, ανίκανο να αγαπήσει και να σεβαστεί ακόμα και το ίδιο του το παιδί.  
  Αλλά και εγώ τι σόι μάνα ήμουν που δεν μπόρεσα να καταλάβω; Να προλάβω το κακό πριν καν συμβεί; Να την προστατέψω; Μα πως; Πλέον ήμουν πεπεισμένη πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ικανός για όλα. Αν ένιωθε ότι θα στεκόμουν εμπόδιο, ακόμα και τώρα στο αρρωστημένο πάθος του, δεν θα το είχε σε τίποτα να με βγάλει από την μέση και τότε η Άννα μου θα ήταν και πάλι απροστάτευτη. Όχι μόνο η Άννα ακόμα και η μπέμπα αν μεγάλωνε λίγο. Δεν δίστασε με το ένα του παιδί, γιατί να διστάσει με το άλλο που ήταν παιδί και εγγόνι μαζί.
  Άδειασα το στομάχι μου στο πάτωμα μα και πάλι καλύτερα δεν ένιωσα. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο, να τον σταματήσω. Κατέστρεψε την δική μου ζωή. Κατέστρεψε την ζωή της Άννας μου. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να καταστρέψει και την μπέμπα μας. Πως όμως τάχα θα μπορούσα να τον σταματήσω. Ήταν τόσο δυνατός και εγώ τόσο αδύναμη. Αν τις έπαιρνα και έφευγα; Άδικος κόπος. Χωρίς χρήματα δεν θα φτάναμε και πολύ μακριά. Θα ήταν θέμα χρόνου για εκείνον να μας ανακαλύψει και τότε μας περίμεναν τα χειρότερα.
  Θεέ μου έφτιαξες τον κόσμο τόσο μεγάλο και να τώρα εμείς κατατρεγμένες, να μην έχουμε πουθενά να κρυφτούμε εκτός… Μα βέβαια. Μονάχα αυτός θα μπορούσε να μας προστατέψει. Άλλωστε χρόνια τώρα ήταν ο μόνος στον οποίον συνέχιζα να πιστεύω. Δεν ήταν εύκολη απόφαση, μα δεν υπήρχε και άλλη λύση. Βάδισα, με αργά βήματα, στην κουζίνα να ετοιμάσω το γάλα της μπέμπας. Ξαφνικά ένιωθα πολύ γερασμένη ακόμα και γι’ αυτά τα λίγα βήματα. Η Άννα μου, που ακόμα έτρεμε από την σύγχυση, μου ζήτησε να της φτιάξω ένα τσάι.
   Την είχα έτσι μαθημένη, που ακόμα και μετά απ’ όσα είχε ξεστομίσει, το θεωρούσε υποχρέωσή μου. Μα πως μπορούσα να την κατηγορήσω για το οτιδήποτε μετά από όλα αυτά που είχε περάσει. Έφτιαξα πρώτα το γάλα της μπέμπας να κρυώνει και έπειτα δύο κούπες τσάι, μια για μένα μια για εκείνη. Άνοιξα το ντουλάπι, έβγαλα το ποντικοφάρμακο και έβαλα πρώτα στο μπιμπερό και έπειτα στις δύο κούπες. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Άλλο ασφαλές καταφύγιο. Έριξα κάμποση ζάχαρη για να σκεπάσω το δηλητήριο. Τα πήρα και πήγα στο σαλόνι.
  Παρακολουθούσα σκυθρωπή την Άννα μου και την μπέμπα να καταπίνουν λαίμαργα την σωτηρία τους. Αθώες. Ανυποψίαστες. Αφού βεβαιώθηκα ότι το ήπιαν όλο, ήπια την δική μου κούπα με δύο γουλιές. Η τελευταία μου σκέψη ήταν προσευχή σε εκείνον. Να συγχωρέσει το αμάρτημα μου, αναγνωρίζοντας ότι δεν είχα άλλο τρόπο να τις προφυλάξω και να μην μου τις στερήσει στην μεταθανάτιο ζωή.
  Τα τρία άψυχα σώματα ανακάλυψε, μετά από αρκετές ώρες, ο Ηλίας. Γνωρίζοντας στο χωριό για τις πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις του και την υπερβολική αγάπη που έτρεφε γι’ αυτόν η γυναίκα του, υπέθεσαν πως αυτοκτόνησε, αφού σκότωσε την κόρη και την εγγονή τους για να τον εκδικηθεί. Τα ίδια πάνω κάτω έγραψαν και οι εφημερίδες της εποχής, χαρακτηρίζοντας την σύγχρονη Μήδεια. Το πλήγμα ήταν ήδη μεγάλο, για την μικρή κοινωνία του χωριού. Έτσι ακόμα και αν κάποιοι υποψιάζονταν ,ως έναν βαθμό, τον πραγματικό λόγο που οδήγησε την γυναίκα του Ηλία σε αυτή την αποτρόπαια πράξη, προτίμησαν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Έτσι η αλήθεια θάφτηκε όπως συνηθίζεται να γίνεται όταν δεν μπορεί να την αντέξει η κοινή γνώμη.


Κείμενο: Τζένη Κοσμίδου

Ηθοποιοί: Άννα Βαγενά (αποσπάσματα από την παράσταση της «Ο Γάμος»
Φιλολογική επιμέλεια: Μαρία Ζαφείρη
Φωτογράφηση: Ivalina Dakova
Art Design Ματωμένα Ίχνη: Διονύσης Βεργίνης




Τα Ματωμένα Ίχνη της Τζένης Κοσμίδου προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα τα οποία της ανήκουν. Μπορείτε ελεύθερα να αναδημοσιεύσετε το κείμενο με την προϋπόθεση να υπάρχει ενεργό link της παρούσας δημοσίευσης.




Ένας αλλιώτικος Ντόριαν Γκρέι της Τζένης Κοσμίδου


   Για όλους τους ανθρώπους υπάρχει ένας διώκτης. Ένας δαίμονας που αν καταφέρει να τους κυριεύσει βασανίζει την ψυχή τους μέχρι να την οδηγήσει στο τέλος. Για άλλον αυτός ο δαίμονας ονομάζεται Χρήμα. Για άλλον Λαγνεία. Εξίσου ισχυρός είναι και εκείνος που ακούει στο όνομα Ζήλια. Κανείς του όμως δεν είναι σε θέση να συγκριθεί με τον δαίμονα που ονομάζεται Χρόνος. Είναι ο πιο ισχυρός, ο πιο άγριος και αδυσώπητος όλων. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει την ξέφρενη πορεία φθοράς που επιφέρει.
  Δεν υπάρχει τίποτα πιο οδυνηρό από αυτήν την ίδια την ομορφιά. Για σένα τον ίδιο που την κατέχεις. Οι περισσότεροι βλέποντας έναν όμορφο άνθρωπο, σε όποιο από τα δύο φύλλα και αν ανήκει, συμπεραίνουν αυτόματα ότι θα έχει πληγώσει αμέτρητους συνανθρώπους του επειδή δεν θα μπορούσαν να τον έχουν. Λάθος. Ο πόνος του άπιαστου δεν είναι αβάσταχτος. Μπορεί να γεννήσει δημιουργία, τέχνη, τάση για να γίνεσαι κάθε μέρα ολοένα και καλύτερος, στην προσπάθεια σου να έχεις έστω και μια μικρή ελπίδα να αγγίξεις το αντικείμενο του πόθου σου.
  Οι άνθρωποι από φυσικού μας έχουμε μέσα μας την ελπίδα της πιθανότητας για το αναπάντεχο όσο ελάχιστη και αν είναι αυτή. Ο μεγαλύτερος πόνος είναι αυτός του ανέφικτου που βιώνει το ωραίο όντας αντικείμενο πόθου για πολλούς. Το ανέφικτο της αέναης συντήρησης της ομορφιάς του που θα δίνει τροφή στον πόθο των θαυμαστών του, γεννώντας καλλιτέχνες, καλύτερους ανθρώπους ή απλά δυστυχισμένους που περιφέροντας δεξιά και αριστερά την λύπη τους βρίσκουν την λύτρωση της ευτυχίας στην αγκαλιά ενός παρηγορητή. Κάποιου που θα αφιερώσει την ζωή του στο να απαλύνει τον πόνο τους και μέσα από αυτό θα γίνει και ό ίδιος ευτυχισμένος. Η ευθύνη της ομορφιάς είναι τεράστια και η συντήρηση της, κόντρα στη λαίλαπα του χρόνου, αδύνατη. Μονάχα εκείνος ο Ντόριαν Γκρέι κατάφερε να κερδίσει. Και τι δεν θα έδινα να έχω ένα πορτραίτο σαν το δικό του. Να γερνά αυτό και εγώ να παραμένω νέος. Αναλλοίωτος. Ίσως τελικά να έπρεπε να γίνω ποιητής η συγγραφέας ρομαντικών μυθιστορημάτων. Η ζωή μου τότε θα ήταν πιο απλή. Θα τραγουδούσα τον έρωτα αντί να έχω το χρέος να τον εμπνέω. Η δουλειά μου θα ήταν πολύ πιο απλή. Η ευθύνη μου λιγότερο δυσβάσταχτη. Δεν θα εμπόδιζαν το χρέος μου οι ρυτίδες, που σιγά -σιγά θα αφήσουν τις ανεξίτηλες χαρακιές τους στο πρόσωπο, που για χάρη του, ξενύχτησαν τόσες γυναίκες. Οι ζάρες στα χέρια δεν θα αλλοίωναν την όψη τους στερώντας από τόσες γυναίκες το καταφύγιο που έβρισκαν εκεί στα όνειρα τους τις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς τους. Ίσως να παραληρώ, το συνηθίζω όταν γράφω στο ημερολόγιο μου. Είναι το μόνο μέρος που μπορώ να φλυαρώ για τους φόβους μου. Το μόνο; Αχάριστοι που είμαστε τελικά οι άνθρωποι. Αρέσκομαι στο να ξεχνάω εκείνη. Αυτή που τα χέρια της ακούραστα αποτυπώνουν την ομορφιά μου στους καμβάδες της ακούγοντας ατέλειωτα παραληρήματα σαν το αποψινό. Αυτήν που τα μάτια της επιβεβαιώνουν σιωπηλά την υπόσχεση που επαναλαμβάνουν τα χείλη της θέλοντας να με καθησυχάσουν. «Όσα χρόνια και αν περάσουν, όσο και αν αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά σου, στα δικά μου μάτια θα συνεχίζεις να σαι τόσο όμορφος όπως τώρα. Όπως τότε την πρώτη φορά που σε αντίκρισα».
  Θα ήταν αστείο να με ρωτήσει κάποιος αν είναι ερωμένη μου. Εννοείται πως είναι, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι έχει και την αποκλειστικότητα. Είναι παράλογο να ζητάς την αποκλειστικότητα της ομορφιάς. Είναι σαν να κλείνεις έναν πανάκριβο έργο τέχνης σε ένα θησαυροφυλάκιο θέλοντας να ικανοποιήσεις την εγωιστική σχεδόν παρανοϊκή επιθυμία να σου ανήκει, τρέφοντας έτσι την προσωπική σου ικανοποίηση, αδιαφορώντας για το ότι σε κοινή θέα θα έκανε ευτυχισμένους και άλλους ανθρώπους. Την ομορφιά δεν μπορείς να την έχεις σε μεγάλες δόσεις. Είναι επικίνδυνο μπορεί να σε σκοτώσει. Της το έλεγα συχνά. Χαμένος κόπος. Εκείνη πάντα χαμογελούσε και αποδεχόταν τα πάντα. Της αρκούσε να μένει δίπλα μου. Να αποτυπώνει την εικόνα μου στους καμβάδες της ακόμα πιο όμορφη από ότι ήταν βλέποντας την μέσα από τα μάτια της αγάπης της ακόμα και όταν την προηγούμενη την είχα διώξει ,μέσα στη νύχτα, για να μοιραστώ το στρώμα μας με μια άγνωστη που είχα γνωρίσει σε ένα μπαρ. Τα χαράματα που ξεπροβόδισα την ξένη την βρήκα στο πλατύσκαλο να περιμένει και τα μάτια της δεν είχαν χάσει τίποτα από αυτή την πελώρια αγάπη που αντίκριζα κάθε φορά που με κοιτούσαν. Ποιος από τους δύο μας ήταν ο άρρωστος; Εκείνη η Εγώ; Μπορεί και οι δύο. Το δικό μου ναρκωτικό λεγόταν Ναρκισσισμός το δικό της Άλεν. Ένα κοινό είχαμε. Οι ζωές και τον δύο περιστρέφονταν γύρω από τον εαυτό μου.
  Εγώ από ένα σημείο και μετά άφησα τον φόβο της φθοράς να με κυριεύσει χάνοντας το ενδιαφέρον για το οτιδήποτε και εκείνη αφιερώθηκε στο να με πείσει ότι μένω αναλλοίωτος, αφού η διαβεβαίωση της, πως όσο αδυσώπητος και να στεκόταν μελλοντικά μαζί μου ο χρόνος στο μέλλον τα μάτια της θα αντίκριζαν πάντα την ίδια εικόνα, δεν ήταν αρκετή για να με καθησυχάσει. Ήταν εγωιστικό αλλά δεν μου έφτανε μονάχα ο δικός της θαυμασμός. Είχα ανάγκη να με θαυμάζουν όλοι. Έτσι κλειστήκαμε στο ατελιέ. Αν με ρωτήσεις ούτε εγώ ξέρω για πόσο. Εγώ πόζαρα και εκείνη με ζωγράφιζε, κάθε φορά ομορφότερο από την προηγούμενη. Βγαίναμε μόνο όταν εξέθετε τα έργα της και εγώ έστεκα δίπλα της βλέποντας το κοινό της να θαυμάζει εμένα και την εικόνα μου στις εκθέσεις της και πολλές φορές χαρίζοντας τη χαρά της φευγαλέας απόκτησης σε κάποιες από τις γυναίκες που βρίσκονταν εκεί. Εκείνη δεν ταραζόταν. Ήξερε ότι ανήκα σε εκείνη.
Ήξερε ότι είχε γίνει το ναρκωτικό μου αφού είχε φροντίσει να ποτίσει βαθιά μέσα μου την ιδέα ότι στα μάτια της ,όσα χρόνια και να περνούσαν, η εικόνα μου δεν θα αλλοιωνόταν και η εικόνα που θα έβλεπε θα αποτυπωνόταν στους καμβάδες και όταν πια η εικόνα που αποτυπωνόταν έπαυε να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα θα έπαυα να βγαίνω από το ατελιέ. Ο κόσμος θα έβλεπε τους πίνακες και θα πίστευε πως ήμουν αναλλοίωτος. Θα θεωρούσαν πως η εκκεντρικότητα μου με έκανε να αποφεύγω τις δημόσιες εμφανίσεις. Βίωνα την ιστορία του Ντόριαν Γκρέι ανάποδα σαν σε αντικατοπτρισμό από καθρέφτη. Στη δική μας ιστορία θα γέρναγα εγώ μα τα πορτραίτα μου θα έμεναν πάντα νέα, αναλλοίωτα και ποθητά.

Ήξερε ότι διάβαζα το ημερολόγιο του, δεν τον ενοχλούσε άλλωστε δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να κρύψει κάτι από μένα. Το θεωρούσε περιττό. Γνώριζα για το πλήθος των γυναικών με τις οποίες τον μοιραζόμουν, για την άρρωστη εμμονή με την εξωτερική του εμφάνιση και την φυσική αλλοίωση της με τον χρόνο που σιγά-σιγά την μετέδωσε και σε εμένα ως ένα βαθμό. Ξεκαθαρίζω την θέση μου. Μια γυναίκα που φτάνει να αγαπάει τόσο έναν άντρα ώστε να αδιαφορεί για το ότι τον μοιράζεται δεν πτοείται από την φυσική φθορά που θα επιφέρει ο χρόνος στο παρουσιαστικό του. Αν έφτασα να μοιράζομαι αυτή του την εμμονή ήταν για να δώσω τροφή στην δική μου που ήταν να τον βλέπω ευτυχισμένο. Δεν είχα άλλο τρόπο να είμαι ευτυχισμένη και εγώ αφού πριν προλάβω καν να το αντιληφθώ η ευτυχία μου είχε γίνει πλήρως εξαρτημένη από την δική του. Η αγάπη μου γι αυτόν είχε προ πολλού μετατραπεί σε εξάρτηση. Πλέον τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να με πείσει ότι υπήρχε ζωή για μένα μακριά από τον Άλεν. Έτσι παραδόθηκα απόλυτα σ’ αυτόν και στον τρόπο ζωής που χωρίς να με ρωτήσει μου επέβαλε. Οι ανάγκες του έγιναν ανάγκες μου .Τα θέλω του δικά μου και τα αληθινά δικά μου χάθηκαν στα πιο μύχια δαιδαλώδη μονοπάτια του μυαλού μου.
  Ζούσα μέσα από αυτόν η εξάρτηση μου ήταν τόσο μεγάλη που νόμιζα ότι αν κρατούσε την αναπνοή του πρώτα θα πέθαινα εγώ από ασφυξία και μετά ο ίδιος. Αυτή μου η εμμονή σιγά- σιγά άρχισε να μου στοιχίζει. Το συναισθηματικό κόστος, τότε, ήταν πολύ νωρίς για να το καταλάβω αλλά το υλικό πλέον είχε αρχίσει να γίνεται αισθητό αφού η δουλειά μου ήταν η μόνη πηγή εισοδήματός μας από την οποία εξασφαλίζαμε τα μέσα διαβίωσής μας και τα οποία δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητα. Η εμμονή του Άλεν με την εμφάνιση του μεταφραζόταν σε μια διάθεση τεραστίων ποσών για ενδύματα, καλλυντικά, πρωτότυπες αντιγηραντικές θεραπείες που έφταναν μέχρι και σε επεμβάσεις, χρυσοπληρωμένες, για να καταφέρουν να μείνουν κρυφές από τους δημοσιογράφους. Όσο περνούσαν τα χρόνια τα ποσά που χρειαζόταν για να καλύψει την ανασφάλεια του αυξάνονταν όπως και τα ξεσπάσματα και το κυκλοθυμικό και δύστροπο του χαρακτήρα του. Το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορεί πλέον να καλύψει αυτές του τις ανάγκες με τα δικά του χρήματα αφού οι δουλειές του λόγο των υψηλών απαιτήσεων ( ολόκληρο επιτελείο ανθρώπων που θα φρόντιζε για το άψογο της εμφάνισης του) και των συχνών εκρήξεων του είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Από την άλλη μεριά και οι δικές μου οικονομικές δυνατότητες είχαν μειωθεί σημαντικά καθώς διεκδικούσε το ταλέντο μου κατ αποκλειστικότητα. Εκτός του ίδιου στην ιδέα ότι θα ζωγραφίσω οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο γινόταν έξαλλος. Τους άντρες τους ζήλευε και δεν ήθελε να έρχονται στο σπίτι συχνά. Γυναίκες δεν ήθελε γιατί θεωρούσε ότι θα απομυθοποιούταν στα μάτια τους αν τον έβλεπαν στον προσωπικό του χώρο να ζει και να συμπεριφέρεται ως κοινός θνητός. Έτσι τα έσοδα μου από εκθέσεις με πορτραίτα διάσημων και ιδιόρρυθμων πλουσίων και επιχειρηματιών έπαψαν και ως γνωστόν τα έτοιμα όσα και να είναι έρχεται η στιγμή που τελειώνουν ιδίως όταν προσπαθεί πέραν των δικών σου αναγκών και ενός ατελιέ να καλύψεις και τις ανάγκες ενός ανθρώπου που ξόδευε όλες τις ώρες της μέρας του στο να καταναλώνει μανιωδώς. Πλέον είχαμε περιέλθει σε αληθινά δύσκολη θέση. Χρωστούσαμε τεράστια ποσά γιατί όταν τελείωσαν τα μετρητά ο Άλεν συνέχισε τον πολυδάπανο τρόπο ζωής που είχε συνηθίσει με πιστωτικές κάρτες και δάνεια τα οποία δεν μπήκε ποτέ στην διαδικασία να σκεφτεί ότι θα ήταν αδύνατο να αποπληρωθούν. Όταν πια εξαντλήθηκε και αυτή η πηγή χρημάτων έχασε εντελώς τον έλεγχο τόσο της εμμονής του όσο και του ίδιου του του εαυτού.
  Ξεκίνησε να πίνει και όσο το ποτό άφηνε πιο έκδηλα τα σημάδια στην εμφάνιση του τόσο πιο βίαιος και επιθετικός γινόταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που με είχε χτυπήσει για να με αγκαλιάσει λίγο αργότερα μετανιωμένος υποσχόμενος ότι δεν πρόκειται να ξανασυμβεί μόνο που πλέον οι υποσχέσεις του δεν κρατούσαν παρά λίγες μέρες καμιά φορά και ώρες. Δεν πέρασε από το μυαλό μου ούτε για μια στιγμή να τον αφήσω αλλά δεν άντεχα να τον βλέπω να υποφέρει και να καταστρέφεται. Έτσι πήρα την μεγάλη απόφαση. Θα καταπατούσα τους κανόνες του και θα δεχόμουν την προσφορά ενός ιδιόρρυθμου νεαρού επιχειρηματία που ήθελε να ζωγραφίσω το γυμνό του πορτραίτο έναντι ενός μεγάλου χρηματικού ποσού. Για κείνον θα το έκανα όχι για μένα. Η προσωπική μου οικονομική και επαγγελματική καταστροφή με άφηνε ασυγκίνητη αλλά δεν άντεχα να βλέπω το δικό του μαρτύριο. Την παρούσα χρονική στιγμή φάνταζε ως μοναδική λύση. Αυτό που επακολούθησε δεν θα μπορούσε να το φανταστεί ούτε ο πιο νοσηρός νους.
  Ήμουν υποχρεωμένη να δουλέψω στο ατελιέ καθώς ο νεαρός ήθελε ο πίνακας να γίνει κρυφά από την σύντροφο του, με την οποία συζούσε, αφού σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει για την ιδιαίτερη πρόταση γάμου που είχε αποφασίσει να της κάνει. Με την προκαταβολή που πήρα έκλεισα ραντεβού σε ένα ινστιτούτο περιποίησης στον Άλεν ώστε να νιώσει καλύτερα και να μην είναι παρόν στο ατελιέ όσο θα έκανα την δουλειά μου. Δεν είχα τολμήσει να τον ενημερώσω για την απόφαση μου. Ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν ανένδοτος και άλλη λύση δεν υπήρχε. Μας είχαν πνίξει τα χρέη. Δεν ξέρω τι τον έκανε να γυρίσει νωρίτερα. Όταν άκουσα το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα το αίμα μου πάγωσε.

  Στην θέα του νεαρού γυμνού άντρα με το αλαβάστρινο κορμί ο Άλεν έμεινε εμβρόντητος. Άδικα προσπάθησα να του εξηγήσω. Μέσα σε μια στιγμή αγρίεψε και έπεσε πάνω στον νεαρό σαν μανιασμένο θηρίο. Τον γρονθοκοπούσε αλύπητα και ήταν τόση η ορμή του που σε συνδυασμό με τον αιφνιδιασμό κατέστησε το θύμα του ανήμπορο να αντιδράσει. Πιστεύοντας πως η αντίδραση του οφειλόταν σε έκρηξη ζήλιας ο άτυχος νέος προσπαθούσε μάταια να εξηγήσει ότι απλά τον ζωγράφιζα και δεν υπήρχε τίποτα ερωτικό μεταξύ μας. Άδικος κόπος και το ήξερα. Θα προτιμούσε να είχα κάνει σεξ μαζί του, μπορώ να πω, γεγονός το οποίο θα τον άφηνε περισσότερο αδιάφορο, παρά αυτό που έκανα. Για εκείνον αποτελούσε την ύψιστη προδοσία. Ο παραμορφωμένος πλέον άτυχος νέος είχε λιποθυμήσει αλλά δεν νομίζω πως ο Άλεν το είχε αντιληφθεί αφού συνέχιζε να τον γρονθοκοπεί με την ίδια μανία. Όταν πια καταλάγιασε ο θυμός του ήταν ήδη πολύ αργά. Ο άτυχος νέος δεν ανέπνεε. Τότε πλέον κατάλαβε τι είχε κάνει ήταν όμως πια αργά. Όπως και τις φορές που με χτυπούσε έγινε ένα κουβάρι στην αγκαλιά μου και άρχισε να κλαίει σαν μωρό παιδί. Τα αναφιλητά του συντάραζαν ολόκληρο το κορμί του από πάνω έως κάτω. Δεν το ήθελε. Δεν κατάλαβε πως έγινε. Και δε θα άντεχε την φυλακή. Εκλιπαρούσε να τον σώσω. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να τον σώσω και να σωθώ και εγώ γιατί χωρίς τον Άλεν η ύπαρξη μου θα έχανε κάθε νόημα.
  Σκέπασα το άψυχο πτώμα του νεαρού με σεντόνια γιατί η θέα του από μόνη της μας προκαλούσε πανικό. Τα κοκαλωμένα γεμάτα απορία μάτια του, χαμένα μέσα στο παραμορφωμένο πρόσωπο του ,μας κάρφωναν σαν χίλια στιλέτα. Έπειτα είπα στον Άλεν να κάνει ένα μπάνιο και να ετοιμαστεί για επίσημη έξοδο. Τον παρακάλεσα να γίνει ομορφότερος από κάθε άλλη φορά. Με κοίταξε με απορία μα τον καθησύχασα λέγοντας του απλά να με εμπιστευτεί. Όσο εκείνος φρόντιζε την εμφάνιση του ετοίμασα τα πινέλα και τον καμβά μου και του έβαλα ένα ποτό με αρκετή δόση ηρεμιστικού. Ήταν απαραίτητο να κοιμηθεί. Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο μου φάνηκε ομορφότερος από κάθε άλλη φορά. Του έδωσα το ποτό και του ζήτησα να το πιεί στο κρεβάτι. Με υπάκουσε τυφλά χωρίς να με ρωτήσει το γιατί. Πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή θα υπάκουε πειθήνια σε οτιδήποτε και αν του έλεγα. Έτσι ήταν πάντα όταν παραδιδόταν στις τύψεις μετά από μία μεγάλη έκρηξη θυμού μονάχα που αυτή η τελευταία δεν είχε στοιχήσει μόνο λίγες μελανιές η ένα σπασμένο άκρο ,όπως γινόταν πυκνά συχνά με εμένα, αλλά την ζωή ενός αθώου.
  Μέσα σε λίγα λεπτά είχε αποκοιμηθεί και τότε ξεκίνησα να τον ζωγραφίσω. Έτσι όπως ήταν ήρεμος γαλήνιος με τα μάτια κλειστά φάνταζε πιο όμορφος από ποτέ. Ένας αληθινός άγγελος. Ο δικός μου σκοτεινός άγγελος που είχε χάσει τον δρόμο του. Έτσι του άξιζε να είναι πάντα. Ήρεμος όμορφος και γαλήνιος. Δεν άξιζε σε ένα τέτοιο πλάσμα ο πόνος ,η απόγνωση, η μιζέρια και η φθορά που τον οδήγησαν στα πιο σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής του μετατρέποντας τον άγγελο σε δαίμονα. Τελειώνοντας θαύμασα για ακόμη μια φορά το έργο μου. Ο ομορφότερος πίνακας που είχα ζωγραφίσει ποτέ αφού σε αυτόν συναντιόντουσαν η απόλυτη ομορφιά του Άλεξ και η απόλυτη αγάπη μου για εκείνον. Παρά την παρακμή μου με αυτόν τον πίνακα ήταν βέβαιο πως η αξία μου θα αναγνωριζόταν. Κανένας άλλος δεν είχε φτιάξει ούτε νομίζω ότι θα μπορούσε να φτιάξει κάτι ανάλογο γιατί για να αποτυπώσεις όλα αυτά τα ακραία συναισθήματα πρέπει πρώτα να τα έχεις βιώσει και να τα έχεις αντέξει.
Σφάλισα πόρτες και παράθυρα ακόμα και τις χαραμάδες με πανιά. Άνοιξα την φιάλη του γκαζιού και ξάπλωσα δίπλα του. Λίγο πριν έγραψα αυτές τις αράδες στο ημερολόγιο του. Δεν ήθελα η κοινή γνώμη να σχηματίσει εσφαλμένες εντυπώσεις όπως ότι ο άτυχος νέος ήταν εραστής μου και αυτό ώθησε τον Άλεν στο διπλό έγκλημα και την αυτοκτονία. Ήμουν σίγουρη ότι αν δεν έγραφα αυτές τις γραμμές οι περισσότεροι αυτό θα πίστευαν. Βλέπεις οι άνθρωποι με περιορισμένα και χαλιναγωγημένα συναισθήματα έχουν και ανάλογο τρόπο σκέψης. Πρέπει να σπάσεις τα όρια του συναισθήματος και της λογικής για να μπορέσεις να καταλάβεις την ιστορία την δική μου και του Άλεν ακόμα και τώρα που προσπάθησα να την εξηγήσω με όσο το δυνατόν πιο απλοϊκό τρόπο. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Άλλη σωτηρία. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να υποστεί το μαρτύριο της φυλακής και της φθοράς. Ήταν σίγουρο πως θα έχανε για πάντα την ψυχή του και με τον καιρό θα έσβηνε από την μνήμη του κόσμου.
  Η ιστορία μας όμως και το πορτραίτο του, αυτό που θα με καταξιώσει μετά, τον κατά τα άλλα αδιάφορο θάνατο μου, θα τον κρατήσει ζωντανό αιώνια στις μνήμες του κόσμου με την όμορφη αναλλοίωτη εικόνα που χε σήμερα. Όσο για μένα καιρό τώρα είχα πειστεί ότι ο μόνος λόγος που γεννήθηκα και περπάτησα σε αυτή την γη ήταν αυτός ο άνθρωπος. Πως θα μπορούσα λοιπόν να τον αφήσω τώρα μόνο στο μεγάλο του ταξίδι. Ίσως κάποιοι όταν βρουν τα άψυχα κορμιά μας και διαβάσουν αυτές τις αράδες να με χαρακτηρίσουν ψυχοπαθή. Ίσως το ίδιο να σκεφτούν και για τον Άλεν. Ίσως η απόλυτη αγάπη τελικά να είναι μια μεγάλη ψύχωση δεν ξέρω. Δεν μπορώ να γράψω άλλο πρέπει να πάω κοντά του με χρειάζεται και τον χρειάζομαι. Τελικά βρήκα τον τρόπο να είμαστε μαζί και ευτυχισμένοι. Τώρα πάντα και για πάντα.

  Λίγες μέρες μετά λόγω της έντονης δυσοσμίας που αναδυόταν από το ατελιέ οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία. Η Αλίσια είχε δίκιο η κοινή γνώμη θεώρησε πως είχε να κάνει με ένα ζευγάρι ψυχοπαθών. Η ιστορία τους συζητήθηκε πολύ αφού προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην κοινή γνώμη αλλά και στην οικογένεια του αδικοχαμένου νεαρού επιχειρηματία αλλά δυστυχώς για την Αλίσια και τον Άλεν σύντομα ξεχάστηκε. Ο πίνακας έγινε γνωστός μονάχα για ένα μικρό διάστημα ως πειστήριο της τραγωδίας αλλά κανένας δεν θέλησε να εκθέσει η να αγοράσει ένα έργο που συνδεόταν με ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα. Τόσο ο Άλεν όσο και η ιστορία τους σύντομα ξεχάστηκε γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν να απωθούν από την μνήμη τους τα αρνητικά γεγονότα. Η αρρωστημένη αγάπη της Αλίσιας για τον Άλεν χαρακτηρίστηκε, όπως σωστά είχε μαντέψει, ψύχωση και πέραν των εγκληματολόγων και των ψυχιάτρων έπειτα από ένα διάστημα έπαψε να ενδιαφέρει οποιονδήποτε άλλο και ξεχάστηκε. Καθώς δεν υπήρχαν στενοί συγγενείς τόσο το ατελιέ όσο και ότι είχε απομείνει από τις περιουσίες και των δύο πέρασε στα χέρια του δημοσίου και κάπως έτσι λίγα χρόνια μετά η ιστορία τους ήταν σαν να μην συνέβη ποτέ.
Κείμενο: Τζένη Κοσμίδου
Ηθοποιοί: Στράτος Τζώρτζογλου, Ναταλια Σολεντατ Πετσαλη
Φιλολογική επιμέλεια: Μαρία Ζαφείρη
Φωτογράφηση: Ivalina Dakova
Art Design Ματωμένα Ίχνη: Διονύσης Βεργίνης
Το μακιγιάζ των ηθοποιών είναι μια ευγενής χορηγία των ΙΕΚ ΑΚΜΗ





Τα Ματωμένα Ίχνη της Τζένης Κοσμίδου προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα τα οποία της ανήκουν. Μπορείτε ελεύθερα να αναδημοσιεύσετε το κείμενο με την προϋπόθεση να υπάρχει ενεργό link της παρούσας δημοσίευσης.